Выбрать главу

Πριν περάσει πολλή ώρα, οι φόβοι τους επιβεβαιώθηκαν. Ο Λούθιεν ανέβηκε πρώτος σε έναν βράχο, έφτασε στην κορυφή του και κοίταξε προσεχτικά προς τα κάτω.

Στο ξέφωτο ανάμεσα στα βράχια υπήρχε ένα στρατόπεδο Κυκλωπιανών. Μια χούφτα μονόφθαλμοι κινούνταν γύρω από τα μαυρισμένα υπολείμματα της νυχτερινής φωτιάς τους μαζεύοντας τα εφόδια. Ένας γυάλιζε ένα τεράστιο σπαθί, κάποιος δεύτερος ακόνιζε τη αιχμή της λόγχης του, ενώ δύο άλλοι φορούσαν τις ασημόμαυρες στολές που γνώριζαν πολύ καλά ο Λούθιεν και η Σιόμπαν.

«Πραιτωριανοί», ψιθύρισε ο Λούθιεν όταν ήρθε δίπλα του η Σιόμπαν με το τόξο στα χέρια. «Κρίμα που δεν ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα όταν ψάχναμε αποδείξεις για την ανάμειξη του Γκρινσπάροου. Καλύτερα αυτοί, παρά να έχεις να αντιμετωπίσεις έναν μάγο!»

«Πραιτωριανοί φρουροί σε ουδέτερη περιοχή των βουνών. Αυτό δεν θα αποδείκνυε τίποτα», είπε η Σιόμπαν. Σώπασε κι έσκυψε πιο χαμηλά καθώς ένας από τους μονόφθαλμους απομακρύνθηκε λίγο από το στρατόπεδο κρατώντας ένα κουβά με βρόμικο νερό. Χωρίς να αντιληφθεί τους δυο φίλους, άδειασε το νερό στα βράχια και γύρισε πίσω.

Ο Λούθιεν αποδέχτηκε την επισήμανση της Σιόμπαν με ένα καταφατικό νεύμα, αλλά μετά την κοίταξε με νόημα. «Τώρα όμως έχει γίνει επίσημη κήρυξη πολέμου», είπε, «οπότε έχουμε μπροστά μας τον εχθρό».

Η Σιόμπαν εξέτασε με προσοχή τον καταυλισμό των μονόφθαλμων. «Εφτά, τουλάχιστον», είπε. «Κι εμείς είμαστε μόνο δύο». Κοίταξε γύρω τους, όπως και ο νεαρός Μπέντγουιρ, αλλά δεν είδαν κανένα από τα άλλα μέλη της ομάδας τους.

Μετά, τα μάτια τους συναντήθηκαν. Χαμογέλασαν και οι δύο σηκώνοντας τους ώμους. «Τους σκοτώνουμε γρήγορα», ήταν η μόνη συμβουλή που πρόσφερε η Σιόμπαν.

Ο Λούθιεν τράβηξε τον Τυφλωτή μελετώντας τις κινήσεις των Κυκλωπιανών. Ένας ήταν κοντά στη φωτιά και μάζευε κάρβουνα σε έναν σάκο, οι άλλοι όμως, όντας στην περίμετρο του ξέφωτου, φαίνονταν μόνο σαν γκρίζες σκιές μέσα στην ομίχλη.

«Σε λίγο θα είναι έξι», είπε ο Λούθιεν. Δρασκέλισε την κορυφή του βράχου κι άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα και αθόρυβα στην κατηφόρα.

Ένας μονόφθαλμος προς τα δεξιά ξεφώνισε, έτσι ο Λούθιεν κατέβηκε την υπόλοιπη απόσταση τρέχοντας κι όρμησε στον Κυκλωπιανό, που τράβηξε το σπαθί του για να τον αντιμετωπίσει.

Ένα βέλος πέρασε σφυρίζοντας πάνω από τον ώμο του Λούθιεν που, ξαφνιασμένος, ενστικτωδώς έσκυψε προς τα αριστερά. Καθώς το βέλος βρήκε τον Κυκλωπιανό στον ώμο, ο Λούθιεν ακολούθησε αμέσως την ορμή της προηγούμενης κίνησής του γονατίζοντας με το ένα πόδι και κάνοντας μια πλήρη περιστροφή. Στο τέλος της κίνησης, ενώ ορθωνόταν κρατώντας τον Τυφλωτή και με τα δύο χέρια, άνοιξε ένα μεγάλο τραύμα στα πλευρά και στο στήθος του αντιπάλου του.

Όταν ο Κυκλωπιανός σωριάστηκε κάτω ετοιμοθάνατος, ο Λούθιεν δεν έδωσε σημασία. Αφού έτρεξε στα δεξιά, σήκωσε το σπαθί του ψηλά αποκρούοντας το τσεκούρι ενός άλλου Κυκλωπιανού. Αμέσως γύρισε το σπαθί διαγώνια παραμερίζοντας το όπλο του μονόφθαλμου και μετά του έδωσε μια γροθιά με το χέρι που κρατούσε τον Τυφλωτή. Τα σκαλιστά φτερά του δράκοντα στη λαβή του σπαθιού άνοιξαν ένα βαθύ τραύμα κοντά στο μάτι του Κυκλωπιανού, που υποχώρησε παραπατώντας κι έχοντας χάσει την όρασή του από τα αίματα.

Ο Λούθιεν δεν πρόλαβε να τον αποτελειώσει, γιατί ένας άλλος μονόφθαλμος όρμησε πάνω του αναγκάζοντάς τον να γυρίσει γρήγορα στα αριστερά και να τινάξει το σπαθί για να αποκρούσει την λόγχη που εκτινάχθηκε εναντίον του.

Η Σιόμπαν, έχοντας έτοιμο ένα δεύτερο βέλος στο τόξο της, ακολουθούσε την επίθεση του Λούθιεν θέλοντας να αποτελειώσει τον αντίπαλό του. Είδε όμως κίνηση με την άκρη του ματιού της και σταμάτησε. Ένας Κυκλωπιανός, έχοντας κάνει κυκλωτική κίνηση αναμέσα στους βράχους, πλησίαζε τον Λούθιεν από πίσω.

Μόλις ξεπρόβαλε, η Σιόμπαν εκτόξευσε το βέλος ξέροντας ότι η σκόπευσή της έπρεπε να είναι τέλεια. Θα προλάβαινε να ρίξει μόνο μία βολή για να σώσει τον φίλο της.

Το βέλος καρφώθηκε βαθιά στο κεφάλι του μονόφθαλμου, που σωριάστηκε κάτω χωρίς να βγάλει άχνα.

Με αστραπιαίες αρμονικές κινήσεις, η Σιόμπαν πέρασε άλλο βέλος στο τόξο και έριξε. Αυτήν τη φορά αυλάκωσε το στήθος του Κυκλωπιανού τον οποίο είχε χτυπήσει ο Λούθιεν στο πρόσωπο. Ο μονόφθαλμος έκανε μερικά ακόμη βήματα πίσω δίνοντας πολύτιμο χρόνο στον Λούθιεν.

Αλλά ξαφνικά η Σιόμπαν δεν μπορούσε να τον βοηθήσει πια, καθώς είδε στα αριστερά του ξέφωτου δυο Κυκλωπιανούς να ανεβαίνουν προς το μέρος της. Εκτόξευσε αμέσως ένα καινούργιο βέλος, που βρήκε τον πρώτο από τους μονόφθαλμους στην κοιλιά διπλώνοντάς τον στα δύο.