Γρήγορα όμως ο μονόφθαλμος κατάλαβε το λάθος του όταν, ο Λούθιεν, απέφυγε εύκολα τη λόγχη και περιστράφηκε σκύβοντας. Ο Τυφλωτής, αφού διέγραψε μια κυκλική τροχιά, βρήκε τον Κυκλωπιανό στον γοφό. Αυτός πήδησε στο πλάι, πέφτοντας πάνω στον ίδιο βράχο όπου είχε σκαρφαλώσει ο Λούθιεν. Εκεί γύρισε προς τον αντίπαλό του σίγουρος ότι γρήγορα θα ακολουθήσει το χτύπημα που θα τον αποτελείωνε.
Αλλά ο Λούθιεν δεν μπόρεσε να συνεχίσει την επίθεση, γιατί είχε πλησιάσει και ο δεύτερος μονόφθαλμος, που τον ανάγκασε να περάσει πάλι στην άμυνα.
Στις χώρες της Θάλασσας του Άβον, κανείς δεν μπορεί να κινηθεί στα τυφλά καλύτερα από τους νεραϊδογέννητους, που περνούν πολλές σκοτεινές νύχτες χορεύοντας ανάμεσα στα δέντρα. Έτσι η πυκνή ομίχλη βοήθησε την Σιόμπαν, καθώς μεγάλωνε την απόστασή της από τον Κυκλωπιανό που την κυνηγούσε. Ακολουθώντας μια κυκλική διαδρομή, χαμογέλασε βλοσυρά όταν βρήκε πάλι μπροστά της το πτώμα του μονόφθαλμου που είχε σκοτώσει εξ επαφής, όπως και το τόξο της μερικά μέτρα μακριά στο έδαφος.
Άκουσε τα γρυλλίσματα του λαχανιασμένου μονόφθαλμου να πλησιάζουν πίσω της. Έτρεξε στο τόξο και το πήρε και, όταν ο Κυκλωπιανός βγήκε από την ομίχλη είδε την καταδίκη του.
Σήκωσε τα χοντρά του χέρια ζητώντας έλεος και, αν η μάχη είτε τελειώσει, αν ο Λούθιεν δεν κινδύνευε μερικά μέτρα πιο κάτω, η Σιόμπαν μπορεί να μην είχε εκτοξεύσει το βέλος. Δεν μπορούσε όμως να μη ρίξει με αυτές τις συνθήκες, γιατί ήταν σίγουρη ότι αν έπαιρνε τα μάτια της από τον “αιχμάλωτο”, ο μονόφθαλμος θα ορμούσε πάνω της να την πνίξει.
Το βέλος πέρασε ανάμεσα στα σηκωμένα χέρια του, βρήκε τον χοντρό θώρακα του Κυκλωπιανού και εξοστρακίστηκε προς τα πάνω για να διαπεράσει τον λαιμό του. Ο Κυκλωπιανός έμεινε όρθιος για μερικές στιγμές ακόμη κουνώντας ηλίθια τα χέρια του και μετά σωριάστηκε στα γόνατα βγάζοντας έναν ρόγχο χωρίς νόημα, στην προσπάθειά του να μιλήσει.
Η Σιόμπαν γύρισε αμέσως στον Λούθιεν. Αντιμετώπιζε δύο Κυκλωπιανούς, που γρήγορα θα γίνονταν τρεις. Σκέφτηκε να αφήσει το τόξο για να τραβήξει πάλι το σπαθί της, αλλά φοβήθηκε ότι δεν είχε χρόνο.
«Κάτω!» φώναξε, ελπίζοντας να καταλάβει ο φίλος της.
Ο Λούθιεν δεν ήξερε τι συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να υπακούσει, έτσι κύλησε προς τα πίσω. Δεν είχε προλάβει να πέσει, όταν ένα βέλος έσκισε τον αέρα πάνω από το κεφάλι του και καρφώθηκε στο στήθος του ενός Κυκλωπιανού. Αυτός έκανε μερικά βήματα πίσω κουνώντας τα χέρια του σαν κοτόπουλο, ώσπου σωριάστηκε κάτω.
Ο άλλος μονόφθαλμος είχε ακολουθήσει την κίνηση του Λούθιεν, όμως έκανε το λάθος να ρίξει μια ματιά στον σύντροφό του. Αυτή η στιγμή του δισταγμού έδωσε στον Λούθιεν την ευκαιρία που χρειαζόταν. Σηκώθηκε αστραπιαία παραμένοντας χαμηλά ενώ ο Τυφλωτής, περνώντας κάτω από το όπλο του αντιπάλου, καρφώθηκε στην κοιλιά του προς τα πάνω με τη αιχμή του σπαθιού να σκίζει το διάφραγμα και τα πνευμόνια του.
Ο Κυκλωπιανός έπεσε πίσω, με τον Λούθιεν να αναγκάζεται να τον ακολουθήσει για να καταλήξει από πάνω του.
Καθώς ένα βέλος πέρασε δίπλα του, κατάλαβε ότι ο τελευταίος μονόφθαλμος έμπαινε κι αυτός στη μάχη. Ο Λούθιεν είδε με κάποια ανησυχία ότι η Σιόμπαν είχε αστοχήσει, αναγκάζοντας όμως τον Κυκλωπιανό να μισοχάσει την ισορροπία του στην προσπάθειά του να αποφύγει το βέλος. Τράβηξε με δύναμη τον Τυφλωτή αλλά ήταν σφηνωμένος στο σώμα του αντιπάλου του, έτσι δεν μπόρεσε να τον βγάλει. Με ένα θυμωμένο γρύλλισμα απομακρύνθηκε με γυμνά χέρια.
Ο μονόφθαλμος, ξαναβρίσκοντας την ισορροπία του, δοκίμασε ένα ασθενικό χτύπημα με το τσεκούρι, αλλά ο Λούθιεν συγκράτησε την ορμή του τσεκουριού με το χέρι αρπάζοντάς το από τη λαβή και σπρώχνοντάς το μακριά. Μετά πλησίασε τον Κυκλωπιανό και εξαπέλυσε μια σειρά γροθιές αριστερά και δεξιά, αριστερά και δεξιά, αναγκάζοντάς τον να οπισθοχωρήσει.
Ο Κυκλωπιανός σήκωσε πάλι το τσεκούρι σταματώντας τον Λούθιεν, ενώ τίναζε συγχρόνως το κεφάλι του για να συνέλθει. Ένα άγριο χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του, όταν είδε ότι ο αντίπαλός του ήταν άοπλος.
Ο Λούθιεν δεν είδε το βέλος, δεν το άκουσε να σφυρίζει, δεν άκουσε καν τον κρότο όταν βρήκε τον στόχο του. Απλώς είδε ξαφνικά ένα βέλος καρφωμένο στο γόνατο του μονόφθαλμου από το πλάι. Όταν ο Κυκλωπιανός έπεσε κάτω με ένα ουρλιαχτό, ο Λούθιεν πλησίασε πάλι αποκρούοντας εύκολα μια τελευταία προσπάθεια του μονόφθαλμου να τον χτυπήσει με το τσεκούρι. Γρυλλίζοντας με κάθε χτύπημα, κατάφερε απανωτές γροθιές στον αντίπαλό του μέχρι που τον άφησε αναίσθητο στο χώμα.