Οι μονόφθαλμοι που άργησαν να υποχωρήσουν, βρέθηκαν να πολεμούν με σκληροτράχηλους νάνους, συνήθως δύο ή τρεις ο καθένας.
Αλλά οι περισσότεροι από τους Πραιτωριανούς κατάφεραν να ξεφύγουν τρέχοντας με σκυμμένα τα κεφάλια. Οι διαταγές συνέχισαν να εφαρμόζονται ψύχραιμα από τις ομάδες των μονόφθαλμων, όπως περίμενε ο Μπριντ’Αμούρ και οι συνεργάτες του. Μόλις οι Κυκλωπιανοί έφτασαν στη στενή είσοδο της κοιλάδας, φάνηκε καθαρά το σχέδιό τους. Τα δύο τρίτα της κυκλωπιανής δύναμης θα σχημάτιζε ένα μέτωπο στο στόμιο της κοιλάδας για να αναχαιτίσει τη μανιασμένη επίθεση των εχθρών τους, ενώ οι υπόλοιποι άρχισαν να σκαρφαλώνουν στα τοιχώματα της κοιλάδας ανατολικά και δυτικά για να βρουν κάλυψη και να χτυπήσουν από εκεί τους Εριαντοριανούς και τους νάνους.
Ο Λούθιεν, η Σιόμπαν και χίλιοι ακόμη τοξότες περίμεναν υπομονετικά στα σημεία όπου ήταν κρυμμένοι, αφήνοντας τους μονόφθαλμους να μπουν στην κοιλάδα, αφήνοντας το μέτωπο των Πραιτωριανών στο στόμιο να απλωθεί, αφήνοντας τους άλλους μονόφθαλμους να αρχίσουν την αναρρίχησή τους.
Μια άγρια μάχη άρχισε αμέσως στην είσοδο της κοιλάδας καθώς συναντήθηκαν οι τρεις ομάδες της εριαντοριανής δύναμης. Οι ασυγκράτητοι νάνοι ήταν πάντα επικεφαλής της επίθεσης χτυπώντας ατρόμητα τους πολύ ψηλότερους Κυκλωπιανούς. Ένας νάνος έπεφτε νεκρός για κάθε σκοτωμένο μονόφθαλμο, αλλά η ορμή της επίθεσης ανάγκασε τους Πραιτωριανούς σε αργή υποχώρηση.
Κάποιος μονόφθαλμος στρατηγός στεκόταν στην πλαγιά λίγο πιο κάτω από τον Λούθιεν και φώναζε διαταγές, προτρέποντας τους στρατιώτες του να αναρριχηθούν σ’ έναν βράχο ο οποίος θα γινόταν το πρώτο σημείο της άμυνάς τους στην ανατολική πλαγιά.
Ο Λούθιεν ξεδίπλωσε το τόξο του και το στερέωσε. Ο στρατηγός θα ήταν ο πρώτος που θα σκότωνε σήμερα.
«Εριαντόρ ελεύθερο!» φώναξε, το σύνθημα της επίθεσης, εκτοξεύοντας το βέλος αλάνθαστα και χτυπώντας τον Κυκλωπιανό στρατηγό στην πλάτη. Ο μονόφθαλμος έκανε βουτιά με το κεφάλι για να βρεθεί κάτω στην κοιλάδα. Γύρω από τον Λούθιεν, οι Εριαντοριανοί τοξότες έβγαιναν από τις κρυψώνες τους εξαπολύοντας μια βροχή από θανάσιμα βέλη κατά των αιφνιδιασμένων Κυκλωπιανών.
«Εριαντόρ ελεύθερο!» φώναξε πάλι ο νέος και πετάχτηκε όρθιος στην κόψη της ορθοπλαγιάς, πάνω από την κοιλάδα. Τράβηξε το σπαθί του και πήδησε στον επόμενο, χαμηλότερο βράχο. Η Σιόμπαν, καθώς εκτόξευε το δεύτερο βέλος της σκοτώνοντας τον δεύτερο Κυκλωπιανό, πήγε να του φωνάξει να σταματήσει. Δεν μίλησε όμως και, επίσης, δεν μπόρεσε να μη γελάσει βλέποντας την ασυγκράτητη ορμή του φίλου της.
Ο καταιγισμός από βέλη συνεχιζόταν. Σε αρκετά σημεία γίνονταν συμπλοκές Κυκλωπιανών κι Εριαντοριανών. Οι Εριαντοριανοί ήταν σε ψηλότερο έδαφος όμως και, με την υποστήριξη των τοξοτών, οι περισσότερες αψιμαχίες τελείωναν με πολλούς Κυκλωπιανούς νεκρούς και τους υπόλοιπους να τρέχουν για να ξεφύγουν.
Αλλά η κοίτη της κοιλάδας δεν προσέφερε καμία κάλυψη στους αιφνιδιασμένους μονόφθαλμους. Το μέτωπο στο στόμιο του φαραγγιού άντεξε για λίγο, αλλά αναπόφευκτα απωθήθηκε από τους νάνους και τους Εριαντοριανούς που ορμούσαν αποφασιστικά. Οι γραμμές των Πραιτωριανών έσπασαν και επικράτησε παντού χάος. Σύννεφα σκόνης υψώνονταν από το έδαφος, μεγάλες πέτρες κυλούσαν βροντώντας από τα τοιχώματα, ενώ κραυγές νίκης και αγωνίας αντηχούσαν από βράχο σε βράχο.
Η Σιόμπαν, γρήγορα δεν έβρισκε άλλους στόχους να χτυπήσει, καθώς η πυκνή σκόνη περιόριζε την ορατότητα. Με το τόξο στο χέρι, δρασκέλισε την κόψη στην κορυφή της πλαγιάς και άρχισε να κατεβαίνει φωνάζοντας τον Λούθιεν.
Είδε μια ομάδα Κυκλωπιανών να ανεβαίνει πεισματικά στην ανηφόρα, μερικά μέτρα πιο κάτω και πλάγια. Αφού τράβηξε αμέσως το τόξο, πέρασε ένα βέλος, αλλά δίστασε για μια στιγμή κοιτάζοντας μπροστά από τους μονόφθαλμους, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διακρίνει τον Λούθιεν. Τον είχε δει να παίρνει αυτή την κατεύθυνση καθώς κατέβαινε, οπότε σίγουρα οι μονόφθαλμοι τον είχαν συναντήσει ή θα τον συναντούσαν σε λίγο.
Ο επικεφαλής Πραιτωριανός, ένας τεράστιος, μυώδης μονόφθαλμος εκατόν σαράντα κιλών, πιάστηκε από μια προεξοχή, την δρασκέλισε και στάθηκε όρθιος πάνω σε κάποια ψηλή πέτρα. Ξαφνικά ο Κυκλωπιανός μούγκρισε από πόνο κι έπεσε, ενώ η Σιόμπαν κατάλαβε τον λόγο μόνο όταν είδε τη λάμα ενός γνωστού σπαθιού να έχει ξεπροβάλλει από το κοίλωμα κάτω από τον βράχο. Όταν ο Τυφλωτής διαπέρασε τον Κυκλωπιανό από πίσω, ο Λούθιεν ορθώθηκε αμέσως και με μια επιδέξια κίνηση ξεκάρφωσε το σπαθί σπρώχνοντας κατόπιν με τον ώμο τον μονόφθαλμο από την πέτρα.
Ο Κυκλωπιανός έπεσε πάνω στον επόμενο σύντροφό του κι αυτός με τη σειρά του έπεσε πάνω στον τρίτο.