Выбрать главу

Ο Λούθιεν πέταξε το ματωμένο σπαθί του κάτω κι έβγαλε το τόξο. Εκτόξευσε ένα, δύο, τρία βέλη που βρήκαν όλα τον στόχο τους στους μονόφθαλμους που κατρακυλούσαν στην πλαγιά.

«Π’ ανάθεμά σε», μουρμούρισε η Σιόμπαν και εκτόξευσε το βέλος της χτυπώντας έναν από τους Κυκλωπιανούς, που είχε παραμερίσει από την ομάδα. Μετά συνέχισε να παρακολουθεί έκπληκτη, εκστατική, όταν ο Λούθιεν πήρε πάλι το σπαθί του και πήδησε από την πέτρα φωνάζοντας “Εριαντόρ ελεύθερο!”. Πρόλαβε γοργά τους μονόφθαλμους που κατρακυλούσαν ακόμη και άρχισε να χτυπάει μανιασμένα.

Η Σιόμπαν, καταλαβαίνοντας ότι ο παράτολμος φίλος της είχε την κατάσταση υπό έλεγχο, απομακρύνθηκε για να αναζητήσει άλλους στόχους. Δεν ήταν εύκολο, διαπίστωσε γρήγορα ενώ απείχε μόνο δεκαπέντε μέτρα από το έδαφος, γιατί η μάχη βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Και οι δύο παρατάξεις είχαν σπάσει, αλλά οι επιδέξιοι πολεμιστές του Μπέλικ είχαν σχηματίσει σφιχτοδεμένες ομάδες, οι περισσότερες σε σχήμα σφήνας, που διέλυαν τους σχηματισμούς τους οποίους προσπαθούσαν να φτιάξουν οι Κυκλωπιανοί. Όσοι μονόφθαλμοι χωρίζονταν από τους συντρόφους τους, περικυκλώνονταν αμέσως από τους Εριαντοριανούς και έπεφταν κάτω από έναν καταιγισμό χτυπημάτων σπαθιών, τσεκουριών και δοράτων που τους έρχονταν από όλες τις πλευρές. Μερικοί που γλίτωσαν, ποδοπατήθηκαν από τον υπόλοιπο στρατό κατά την προέλασή του.

Στην είσοδο της κοιλάδας ο Μπριντ’Αμούρ παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης με ικανοποίηση. Τα είχε καταφέρει καλά —όπως και όλοι οι σύντροφοί του— γιατί οι Κυκλωπιανοί που θα κατάφερναν να ξεφύγουν από την ενέδρα, θα επέστρεφαν στο Άβον μιλώντας για έναν στρατό εισβολής με μέγεθος διπλάσιο από το πραγματικό.

Όχι απλώς διπλάσιο αλλά πολλαπλάσιο, σκέφτηκε ο μάγος, αφού οι στρατιώτες που υποχωρούν πανικόβλητοι παρουσιάζουν τον εχθρό πάντα ισχυρότερο απ’ όσο είναι, ισχυρότερο και απ’ όσο τον κάνει να μοιάζει το απλό τέχνασμα ενός μάγου!

Ο Μπριντ’Αμούρ είδε μια συμπλοκή στο κάτω μέρος της δυτικής πλαγιάς, όπου μια χούφτα Κυκλωπιανοί είχαν βρει κάλυψη μέσα σε έναν προστατευτικό δακτύλιο από τεράστιες πέτρες. Μια ομάδα ξωτικών προσπαθούσε να τους ξετρυπώσει, αλλά ο τόπος ευνοούσε τους μονόφθαλμους.

Ο Μπριντ’Αμούρ άρχισε πάλι να ψέλνει. Σήκωσε τα χέρια του δεξιά κι αριστερά και, καθώς ο ψαλμός ενεργοποίησε τη μαγική ενέργεια, τα έφερε μπροστά χτυπώντας τις παλάμες του.

Οι βράχοι που προστάτευαν τους Κυκλωπιανούς, κύλησαν ξαφνικά προς το κέντρο του δακτυλίου στριμώχνοντας τους μονόφθαλμους. Πολτοποίησαν δυο-τρεις και άφησαν τους υπόλοιπους εκτεθειμένους.

Τα ξωτικά έπεσαν πάνω τους αμέσως με τα λεπτά σπαθιά τους να διαλύουν την απεγνωσμένη άμυνα των μονόφθαλμων, ώσπου τους εξόντωσαν μέσα σε δευτερόλεπτα. Κάποιο από τα ξωτικά στάθηκε πάνω σε έναν από τους βράχους που είχαν κυλήσει και κοίταξε γύρω του. Γυρίζοντας ανατολικά, είδε τον Μπριντ’Αμούρ να παρακολουθεί και ύψωσε το σπαθί του σε χαιρετισμό.

Μετά απομακρύνθηκε μαζί με τους συντρόφους του για να σκοτώσουν κι άλλους μονόφθαλμους.

Ο Μπριντ’Αμούρ αναστέναξε και προχώρησε στην κοιλάδα απαγγέλλοντας έναν παλιό θρησκευτικό ύμνο που θυμόταν από τα νεανικά του χρόνια, πριν από αιώνες, όταν είχε χρησιμοποιήσει τις μαγικές του δυνάμεις για την κατασκευή της Μητρόπολης του Κάερ Μακντόναλντ.

Η Κοιλάδα τον Θανάτου λεγόταν ο ύμνος και, πριν προλάβει να κάνει μερικά μέτρα μέσα στην κοιλάδα, άρχισε να δρασκελάει πτώματα Πραιτωριανών, νάνων κι ανθρώπων.

Ταιριαστός τίτλος.

Ο Λούθιεν έτρεχε πάνω σε μια στενή προεξοχή στην πλαγιά της κοιλάδας αναζητώντας κάποιο μονοπάτι που να οδηγεί προς τα κάτω ή κάποιο πλάτωμα, γιατί πολύ κοντά πίσω του ήταν μια ομάδα Κυκλωπιανών, που προσπαθούσαν να το σκάσουν. Οι μονόφθαλμοι δεν τον είχαν δει, αλλά θα τον έβλεπαν πολύ γρήγορα. Κοίταξε αριστερά την απότομη πλαγιά. Ήταν αδύνατο να σκαρφαλώσει. Γύρισε δεξιά προς τον πυθμένα του φαραγγιού ελπίζοντας να δει την Σιόμπαν ή κάποιον τοξότη που θα μπορούσε να χτυπήσει τους Πραιτωριανούς. Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα πυκνό σύννεφο σκόνης. Δεν θα έβρισκε συμμάχους εκεί.

Το μονοπάτι συνεχιζόταν μπροστά του, στενό κι επικίνδυνο.

Δεν ήξερε πόσοι Κυκλωπιανοί είναι πίσω του, μάλλον ήταν αρκετοί όμως και δεν ήθελε να πολεμήσει σε δυσμενείς συνθήκες εδώ πάνω έχοντας ελάχιστο χώρο για ελιγμούς. Αποφάσισε, πάντως, ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, έτσι σκέφτηκε με ποιον τρόπο θα αύξαινε τις πιθανότητες να υπερισχυσει. Με ένα βέλος θα μπορούσε να σκοτώσει τον πρώτο Κυκλωπιανό, ενώ, αν ήταν τυχερός, εκείνος μπορεί να παρέσερνε μαζί του και τον δεύτερο ή τουλάχιστον να καθυστερούσε τους άλλους ώστε να προλάβει ο Λούθιεν να εκτοξεύσει μερικά βέλη ακόμη. Τι θα γινόταν όμως αν αστοχούσε ή αν το πρώτο βέλος του δεν σκότωνε τον μονόφθαλμο;