Выбрать главу

Έστριψε στην επόμενη στροφή αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει μόνο το σπαθί του, όχι το τόξο. Θα γύριζε και θα τους αντιμετώπιζε. Παίρνοντας τη στροφή, είδε ότι το μονοπάτι στον βράχο πλάταινε σε αυτό το σημείο, καθώς υπήρχε μια εσοχή στο τοίχωμα της πλαγιάς με αρκετά μέτρα βάθος.

Με ένα στεναγμό ανακούφισης έτρεξε στο τοίχωμα, τράβηξε την κουκούλα του μαγικού μανδύα πάνω από το κεφάλι του και στάθηκε ακίνητος. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, άκουσε τους Κυκλωπιανούς να πλησιάζουν με βαριά βήματα. Έλεγαν μεταξύ τους ότι πρέπει να ανεβούν στο χείλος της πλαγιάς για να το σκάσουν.

Οι μονόφθαλμοι φάνηκαν στη στροφή. Κοιτάζοντας με τρόπο κάτω από την κουκούλα, ο Λούθιεν τους μέτρησε καθώς περνούσαν. Ο έβδομος και τελευταίος εμφανίστηκε καθώς ο πρώτος περνούσε ήδη το πλατύ σημείο του μονοπατιού.

Ο Λούθιεν σκέφτηκε τότε ότι ήταν σωστή η απόφασή του να τρέξει μπροστά και όχι να σταματήσει για να πολεμήσει με αυτούς τους απελπισμένους Πραιτωριανούς. Τούτη η συνετή σκέψη παραμερίστηκε αμέσως όμως, καθώς ο τολμηρός Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι ο τελευταίος της γραμμής των Κυκλωπιανών έδινε εύκολο στόχο. Χωρίς σχεδόν να συνειδητοποιήσει τι κάνει, όρμησε από το σημείο όπου στεκόταν και έσπρωξε τον τελευταίο Κυκλωπιανό πετώντας τον στον γκρεμό. Αφού στάθηκε για μια στιγμή μπροστά στο κενό, μετά γύρισε με τον Τυφλωτή στο χέρι και χτύπησε τον επόμενο μονόφθαλμο στον γοφό, καθώς εκείνος γύριζε ξαφνιασμένος να δει τι συνέβαινε πίσω του.

Ο Λούθιεν, με ένα δυνατό σπρώξιμο του σπαθιού και με τα δύο χέρια, κατάφερε να πετάξει και τον δεύτερο μονόφθαλμο στον γκρεμό. Ο τρίτος, που βρισκόταν ήδη στην έξοδο του πλατώματος, μούγκρισε γυρίζοντας με το σπαθί του έτοιμο. Ο Λούθιεν όρμησε πάνω του μην αφήνοντάς τον να ξαναγυρίσει στην πιο πλατιά περιοχή, ώστε να μην μπορούν να σταθούν δίπλα του οι σύντροφοί του. Δύο από αυτούς, νομίζοντας ότι δέχονται επίθεση πολλών Εριαντοριανών από τα νώτα, άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν πάνω στο στενό μονοπάτι. Οι άλλοι δύο σταμάτησαν και γύρισαν φωνάζοντας τον σύντροφό τους που μονομαχούσε με τον Λούθιεν.

Ο νεαρός Μπέντγουιρ χτυπούσε απανωτά αναγκάζοντας τον μονόφθαλμο σε υποχώρηση. «Τους πρόλαβα!» φώναξε πάνω από τον ώμο του, σαν να περίμενε ενισχύσεις.

Ο μονόφθαλμος αντίπαλός του, βλέποντας την τολμηρή επίθεση και τον μανδύα του, κατάλαβε. «Η Πορφυρή Σκιά!» φώναξε. Αυτό ήταν αρκετό για τους συντρόφους του. Με τη χαρακτηριστική γενναιότητα των μονόφθαλμων, αποχαιρέτησαν τον φίλο τους κι έφυγαν τρέχοντας.

Ο τρόμος έσπρωξε τον μονόφθαλμο σε μια παράτολμη επίθεση. Αφού υποχώρησε μισό βήμα, μετά όρμησε πάλι μπροστά χαμηλώνοντας τον ώμο, με την ελπίδα ότι έτσι θα αιφνιδίαζε τον αντίπαλό του και θα κατάφερνε να τον νικήσει.

Έκανε λάθος όμως. Ο Λούθιεν απλώς υποχώρησε ένα βήμα και παραμέρισε, καθώς βρισκόταν στο πλατύ σημείο του μονοπατιού. Ο Τυφλωτής χώθηκε εύκολα στα πλευρά του μονόφθαλμου, την στιγμή που εκείνος περνούσε τρέχοντας βαριά.

Ο Λούθιεν τράβηξε γρήγορα το σπαθί παίρνοντας πάλι αμυντική στάση. Ο Κυκλωπιανός έμεινε τελείως ακίνητος βογγώντας. Προσπάθησε να γυρίσει προς τον αντίπαλό του και τελικά τα κατάφερε, αλλά τότε είδε απλώς τις σόλες των παπουτσιών του Λούθιεν, ο οποίος, πηδώντας στον αέρα, τον κλότσησε και με τα δύο πόδια ρίχνοντάς τον κι αυτόν στον γκρεμό.

Πετάχτηκε αμέσως πάλι όρθιος. «Ακριβώς, η Πορφυρή Σκιά!» φώναξε στον Κυκλωπιανό που έπεφτε. Αφού πήρε μια ανάσα, έτρεξε στο στενό μονοπάτι ακολουθώντας τους τέσσερις που το είχαν βάλει στα πόδια. Σίγουρος ότι δεν θα σταματήσουν να τον περιμένουν, έβαλε τον Τυφλωτή στη θήκη του, έβγαλε το πτυσσόμενο τόξο από την πλάτη και το άνοιξε ενώ έτρεχε.

Καθώς οι τρομοκρατημένοι μονόφθαλμοι έτρεχαν με όλη τους τη δύναμη παρά το επικίνδυνο έδαφος, ο Λούθιεν δεν μπορούσε να μειώσει εύκολα την απόσταση ανάμεσά τους. Κατάφερε να ρίξει ένα βέλος, όμως, χτυπώντας τον τελευταίο μονόφθαλμο στο πίσω μέρος της κνήμης του καθώς εκείνος έστριβε σε μια καμπή του μονοπατιού. Ο Κυκλωπιανός εξαφανίστηκε παραπατώντας, αλλά ο Λούθιεν ήξερε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει. Έβγαλε το σπαθί κι έτρεξε πίσω του, κόβοντας ταχύτητα καθώς πλησίαζε στη στροφή.

Βρήκε τον μονόφθαλμο ακουμπισμένο στον τοίχο, μαζεμένο χαμηλά, να κρατά το σπαθί με το ένα χέρι και το ματωμένο πόδι του με το άλλο. Ο σύντροφός του, τέσσερα-πέντε μέτρα πιο κάτω στο μονοπάτι, περίμενε με αγωνία.

Ο Λούθιεν πλησίασε άφοβα τον τραυματισμένο Κυκλωπιανό και του κατάφερε ένα χτύπημα με τον Τυφλωτή. Ο μονόφθαλμος κατάφερε να αποκρούσει, αλλά σχεδόν έπεσε κάτω από τη δύναμη του χτυπήματος. Ο σύντροφός του, ουρλιάζοντας, πήγε να πλησιάσει αλλά ο Λούθιεν τον σταμάτησε και τον έκανε να το βάλει πάλι στα πόδια — απλώς έπιασε τον Τυφλωτή με το αριστερό χέρι και, σηκώνοντας με μια γρήγορη κίνηση το δεξί στην πλάτη, πήρε το τόξο από τον ώμο του.