Выбрать главу

«Ο φίλος σου το έσκασε», είπε στον τραυματισμένο Κυκλωπιανό. «Θα δεχτώ την παράδοσή σου».

Ο μονόφθαλμος χαμήλωσε το σπαθί και υποκρίθηκε ότι θα το αφήσει κάτω, αλλά μετά όρμησε ξαφνικά σε μια τολμηρή προσπάθεια να καρφώσει τον Λούθιεν.

Χωρίς να αιφνιδιαστεί, ο νέος, απέκρουσε με μια κυκλική κίνηση του τόξου που παραμέρισε το σπαθί του μονόφθαλμου στο πλάι. Μετά, βγάζοντας τον Τυφλωτή από τη θήκη κάρφωσε τον αντίπαλό του στην καρδιά. Εκείνος σωριάστηκε βαριά στο τοίχωμα και γλίστρησε αργά στο έδαφος, με το μάτι του να ατενίζει σαν γυάλινο το κενό.

Ο Λούθιεν, κοιτάζοντας μπροστά, κατάλαβε ότι το στενό μονοπάτι δεν συνεχιζόταν για πολύ αλλά κατέληγε σε ένα δεύτερο πλάτωμα. Δεν υπήρχε τρόπος να προλάβει τους υπόλοιπους Κυκλωπιανούς πριν φτάσουν σε εκείνο το σημείο. Με έναν στεναγμό, κοίταξε στον πυθμένα της κοιλάδας αναζητώντας τρόπο για να κατεβεί. Όμως, ένας θόρυβος τον έκανε να γυρίσει πάλι προς το μονοπάτι, όπου είδε έκπληκτος δύο από τους μονόφθαλμους να τρέχουν προς το μέρος του ολοταχώς!

Κοίταζαν και οι δύο πιο πολύ πάνω από τον ώμο τους παρά μπροστά τους.

Ο Λούθιεν έτρεξε πάλι στο τοίχωμα του μονοπατιού και χρησιμοποίησε το μαγικό καμουφλάζ του μανδύα του. Ρίχνοντας κρυφά βλέμματα κάτω από την κουκούλα, είδε τον τελευταίο Κυκλωπιανό να παραπατάει και, μια στιγμή αργότερα, να σωριάζεται μπρούμυτα νεκρός.

Ο άλλος μονόφθαλμος ούρλιαξε από τρόμο κι άρχισε να τρέχει ακόμη πιο γρήγορα, περνώντας δίπλα στον σύντροφο τον οποίο είχε εγκαταλείψει και τώρα κειτόταν νεκρός στη βάση του βράχου.

Ο Λούθιεν πετάχτηκε από τη θέση του στο μονοπάτι. Ο μονόφθαλμος έκοψε για μια στιγμή μόνο τον βηματισμό του και μετά όρμησε πάλι μπροστά.

Ο νέος, κρατώντας με τα δύο χέρια τον Τυφλωτή, αφού κάρφωσε τον μονόφθαλμο αμέσως μετά λύγισε τα γόνατα. Ο αντίπαλός του, παρασυρμένος από την κεκτημένη ορμή του, βρέθηκε από πάνω του κάνοντας τούμπα στον αέρα ώσπου προσγειώθηκε ανάσκελα στο πέτρινο μονοπάτι πολύ ζαλισμένος για να αντιδράσει. Ο Λούθιεν στράφηκε και ο Τυφλωτής καρφώθηκε πάλι σε κυκλωπιανή σάρκα αποτελειώνοντας τον Πραιτωριανό.

Το παλληκάρι δεν αισθάνθηκε καμία έκπληξη όταν είδε την αόρατη σύμμαχό του να πλησιάζει τρέχοντας στο μονοπάτι, με το τόξο στο χέρι.

«Έχω σκοτώσει οχτώ σήμερα», ανακοίνωσε περήφανα η Σιόμπαν.

«Τότε έχεις μείνει πίσω», την πληροφόρησε ο εξαντλημένος Λούθιεν σηκώνοντας το ματωμένο σπαθί του. «Δεκατέσσερις, που σημαίνει ότι είμαστε δεκάξι-δεκατέσσερα υπέρ μου».

Η Σιόμπαν τον κοίταξε βλοσυρή. «Είναι μακρύς ο δρόμος μέχρι το Καρλάιλ», απάντησε.

Οι δυο φίλοι χαμογέλασαν.

«Βρίσκονται σε πλήρη υποχώρηση», πληροφόρησε ο Σάγκλιν τους δυο βασιλιάδες, τον Μπέλικ και τον Μπριντ’Αμούρ. Τους είχε βρει ανάμεσα σε μια ομάδα Εριαντοριανών και νάνων, κάπου στο μέσο της μακρόστενης κοιλάδας.

«Άτακτη υποχώρηση», πρόσθεσε ένας άλλος νάνος. «Το έχουν βάλει στα πόδια, σαν δειλοί που είναι!»

«Πραγματικός θρίαμβος, λοιπόν», είπε ο Μπέλικ και δεν υπήρξε καμιά διαφωνία. Οι απώλειες των δυο συμμαχικών στρατών, του Εριαντόρ και του Νταν Ντάροου, ήταν απρόσμενα μικρές, ενώ όλες οι αναφορές έδειχναν ότι οι νεκροί Κυκλωπιανοί ανέρχονταν περίπου στους δύο χιλιάδες.

Ο Μπέλικ γύρισε στον Μπριντ’Αμούρ. «Πρέπει να τους καταδιώξουμε αμέσως», είπε. «Να τους πιάσουμε τώρα που είναι αποδιοργανωμένοι, πριν προλάβουν να βρουν κατάλληλο έδαφος για να αμυνθούν».

Ο Μπριντ’Αμούρ το σκέφτηκε για λίγο. Υπήρχαν πολλά πράγματα που έπρεπε να λάβουν υπ’ όψη τους, ανάμεσά τους και το γεγονός ότι ο κύριος όγκος των εφοδίων τους βρισκόταν ακόμη δύο-τρία χιλιόμετρα βόρεια της κοιλάδας. Η πρόταση του Μπέλικ ήταν σωστή όμως, γιατί αν άφηναν να σβήσει ο πανικός της συντριβής των Πραιτωριανών, εκείνοι θα ανασυντάσσονταν και αυτήν τη φορά δεν θα κατάφερναν να τους αιφνιδιάσουν.

«Θα σεβαστώ την απόφασή σου», διαβεβαίωσε ο Μπέλικ τον Μπριντ’Αμούρ βλέποντας τους ενδοιασμούς του. «Όμως, σε παρακαλώ να αφήσεις τους νάνους μου να ολοκληρώσουν αυτό που άρχισαν!»

Όλοι οι νάνοι που τον άκουσαν ζητωκραύγασαν, έτσι που ο Μπριντ’Αμούρ κατάλαβε ότι, αν εμπόδιζε τους ενθουσιώδεις πολεμιστές του Νταν Ντάροου, θα προκαλούσε αντιδράσεις. «Πήγαινε με τις δυνάμεις σου», είπε στον Μπέλικ. «Όχι πολύ μακριά όμως. Κρατήστε τους μονόφθαλμους σε φυγή. Οι στρατιώτες μου, αφού συγκεντρώσουν τους τραυματίες και τα εφόδιά, θα στήσουν εδώ το στρατόπεδό μας». Ο Μπριντ’Αμούρ έδειξε το νότιο άκρο της κοιλάδας. «Γυρίστε πίσω απόψε, για να συνεχίσουμε την κοινή πορεία μας το πρωί».