Πραγματικά πίστευε ότι έκαναν έναν πόλεμο απελπισίας, ουσιαστικά όμως δεν είχαν άλλη επιλογή. Όπως είχε πει στο Κάερ Μακντόναλντ, όσο καθόταν ο Γκρινσπάροου στον θρόνο του Άβον δεν θα μπορούσε να υπάρξει ειρήνη. Τώρα που είχαν πεθάνει ο Μόρκνεϊ και ο Πάραγκορ, τώρα που ο Ρέσμορ ήταν τσακισμένος σε ένα μπουντρούμι στο Κάερ Μακντόναλντ και που το Πρίνσταουν ήταν ακόμη ανυπεράσπιστο από τον προηγούμενο πόλεμο, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή και, ίσως, η τελευταία ευκαιρία για να αντιμετωπίσουν τον Γκρινσπάροου.
Κάθισε στο ράντζο της σκηνής του τρίβοντας τα κουρασμένα μάτια του. Μια στιγμή αργότερα νόμισε ότι βλέπει όραμα, όταν ένα μεγάλο πουλί πέρασε αθόρυβα μέσα από το άνοιγμα της σκηνής.
Κουκουβάγια;
Το πουλί πήγε και κάθισε πάνω στη βάση του φαναριού, στα μισά του κεντρικού κονταριού της σκηνής. Καθώς κοίταξε τον Μπριντ’Αμούρ με σιγουριά, ο μάγος κατάλαβε ότι το γεγονός δεν ήταν τυχαίο.
«Τι ζητάς εδώ;» ρώτησε ο γέροντας, ενώ αναρωτιόταν μήπως είχε έλθει να του κάνει προσωπική επίσκεψη ο Γκρινσπάροου.
Η κουκουβάγια γύρισε λίγο το κεφάλι της και το επόμενο σχόλιο του Μπριντ’Αμούρ χάθηκε καθώς είδε μια εικόνα μέσα στα πελώρια μάτια της. Δεν ήταν αντανάκλαση κάποιου αντικειμένου απ’ αυτά που βρίσκονταν στη σκηνή. Ήταν ένας ψηλός βράχος, στενός και επίπεδος στην κορυφή, κάπου ανάμεσα σε απόκρημνα βουνά. Ένας ανεμοδαρμένος πέτρινος στύλος.
Μπριντ’Αμούρ.
Το κάλεσμα ήταν μακρινό, ένας ψίθυρος στη νυχτερινή αύρα.
«Τι θέλεις;» ρώτησε πάλι ο βασιλιάς το πουλί, αυτήν τη φορά με κομμένη την ανάσα.
Η κουκουβάγια πέταξε από τη βάση του φαναριού, βγήκε αθόρυβα από τη σκηνή και χάθηκε.
Ο Μπριντ’Αμούρ, αφού έτριψε πάλι τα μάτια του, κοίταξε γύρω του ενώ αναρωτιόταν μήπως όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Έριξε μια ματιά στην κρυστάλλινη σφαίρα με τη σκέψη ότι μπορεί, χρησιμοποιώντας τη, να έβρισκε κάποιες απαντήσεις, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Είχε περάσει ολόκληρες ώρες επικοινωνώντας με τους στρατηγούς του, έτσι ήταν πολύ εξαντλημένος για να μεταχειριστεί πάλι την σφαίρα.
Ξάπλωσε στο ράντζο και γρήγορα έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Όταν ξύπνησε το πρωί, ήταν σίγουρος ότι το περιστατικό με την κουκουβάγια δεν ήταν άλλο από παραίσθηση ενός κουρασμένου γέροντα.
21
Οι σπόροι της εξέγερσης
Ο Λούθιεν ένιωθε υπέροχα με τον άνεμο να δέρνει το πρόσωπό του και το έδαφος να περνά ορμητικά κάτω από τις οπλές του Ριβερντάνσερ. Έχοντας βγει επιτέλους από τα βουνά, τώρα προχωρούσαν σε έδαφος όπου ο Λούθιεν μπορούσε να καβαλικέψει το πολύτιμο “Μόργκαν Χαϊλάντερ”.
Ο Ριβερντάνσερ, μετά από τόσα χιλιόμετρα πορείας σε δύσκολο πετρώδες έδαφος, έδειχνε να απολαμβάνει τη βόλτα πιο πολύ από τον αναβάτη του. Ο Λούθιεν αναγκαζόταν συνεχώς να συγκρατεί το δυνατό άλογο, αλλιώς θα προσπερνούσε εύκολα τους άλλους καβαλάρηδες που κατέβαιναν από τους πρόποδες του Άιρον Κρος δίπλα του, κυρίως την Σιόμπαν και τους άλλους Κάτερς.
Όπως συνήθως, ήταν η πρώτη ομάδα, η αιχμή του εριαντοριανού στρατού, η κύρια μονάδα ιππικού. Λόγω του ορεινού εδάφους είχαν φέρει μόνο διακόσια άλογα, αλλά ήδη πάνω από το ένα τρίτο είχαν προβλήματα στις οπλές από το δύσκολο ταξίδι, γι’ αυτό δεν άντεχαν να σηκώσουν καβαλάρη.
Ο Ριβερντάνσερ όμως, όντας μια χαρά, ανυπομονούσε να τρέξει. Μόλις έφτασαν σε μια τελευταία κατηφοριά, ο Λούθιεν έσφιξε τα γκέμια και το άλογο άρχισε έναν σταθερό τροχασμό. Η Σιόμπαν, που καβαλούσε ένα ψηλό, λεπτό, καστανό άλογο, τον πρόλαβε και του έδειξε τον καπνό από μια κωμόπολη σε μικρή απόσταση νότια. Δίπλα του φαινόταν ένα μεγάλο ασημόχρωμο ποτάμι, ο Ντάνκερι.
«Λέγεται Πάιπερι, σύμφωνα με τον χάρτη του Μπριντ’Αμούρ», είπε ο Λούθιεν. «Η βορειότερη από μια σειρά κωμοπόλεις κατά μήκος του Ντάνκερι».
«Ο επόμενος στόχος μας», είπε βλοσυρή η Σιόμπαν. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά τους εκατό περίπου καβαλάρηδες και μετά γύρισε πάλι στον Λούθιεν. «Θα χωριστούμε σε μικρότερες ομάδες ή θα μείνουμε όλοι μαζί;»
Ο Λούθιεν συλλογίστηκε για μια στιγμή μόνο. Είχε σκεφτεί να χωρίσει την ομάδα σε κάμποσες μονάδες ανιχνευτών, αλλά με το Πάιπερι μπροστά τους η απάντηση φαινόταν προφανής. «Μαζί», είπε. «Θα πάμε νότια και μετά θα στρίψουμε νοτιοανατολικά για να συναντήσουμε τον Ντάνκερι εκεί όπου βγαίνει από τους πρόποδες των βουνών. Μετά νότια πάλι κατά μήκος του ποταμού, για να ελέγξούμε τη διαδρομή μέχρι την πόλη».