Τότε όμως ακούστηκε ένας νέος αχός στο πεδίο της μάχης, καθώς εμφανίστηκαν οι υπόλοιποι Εριαντοριανοί καβαλάρηδες ερχόμενοι καλπάζοντας από τον βορρά και εκτοξεύοντας βέλη κατά των πεζών μονόφθαλμων.
Ο Λούθιεν τράβηξε πάλι την Τυφλωτή πλησιάζοντας τους πρώτους Κυκλωπιανούς καβαλάρηδες. Έστριψε κατάλληλα τον Ριβερντάνσερ για να περάσει δίπλα από κάποιον μονόφθαλμο, αλλά τον πρόλαβε ένα βέλος που σκότωσε ακαριαία τον αντίπαλό του. Ο Λούθιεν προσπέρασε τον αλογόχοιρο που είχε χάσει τον καβαλάρη του και βρέθηκε πίσω από έναν άλλο Κυκλωπιανό. Αυτός γύρισε στη σέλα του προσπαθώντας να αποκρούσει, αλλά ο Λούθιεν, αφού του παραμέρισε το σπαθί με τον Τυφλωτή, τον χτύπησε στα νεφρά καθώς περνούσε.
Ο μονόφθαλμος βόγγηξε πέφτοντας μπροστά για να αρπαχτεί από τον μυώδη λαιμό του αλογόχοιρου.
Ο Λούθιεν, βλέποντας έναν ακόμη στόχο, όρμησε πάλι με τον πορφυρό μανδύα να ανεμίζει πίσω του. Ο Κυκλωπιανός όμως, όπως και οι περισσότεροι σύντροφοί του, κάνοντας μεταβολή τράπηκε σε φυγή.
Ο Λούθιεν άρχισε να καλπάζει με τον Ριβερντάνσερ. Προλαβαίνοντας τον μονόφθαλμο, κατάφερε ένα χτύπημα στον χοντρό σβέρκο του. Μετά απομακρύνθηκε γρήγορα για να αποφύγει τον Κυκλωπιανό που σωριαζόταν στο έδαφος.
Πολλοί από τους πεζούς Πραιτωριανούς τράπηκαν επίσης σε φυγή, άλλοι όμως σχημάτισαν ένα τετράγωνο, με τις βαριές ασπίδες τους να τους προφυλάσσουν από όλες τις πλευρές και με μακριές λόγχες έτοιμες να καρφώσουν όποιον καβαλάρη τους πλησίαζε. Το τετράγωνο άρχισε να κινείται τροχάδην προς το Πάιπερι.
Οι Εριαντοριανοί συνέχισαν να χτυπούν τους μονόφθαλμους, ιδιαίτερα τους καβαλάρηδες που απομακρύνονταν από την κύρια ομάδα, αλλά σε λίγο οι ανιχνευτές που παρακολουθούσαν τους δρόμους προς τα ανατολικά, είδαν μια δεύτερη δύναμη να βγαίνει από το Πάιπερι για να ενισχύσει την πρώτη. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ήταν ώρα να δώσουν τέλος στη σύγκρουση και να περιμένουν τον κύριο όγκο του εριαντοριανού στρατού.
Κοίταξε το πεδίο της μάχης ικανοποιημένος καθώς επέστρεφε δυτικά με τους ιππείς του. Δυο άλογα είχαν σκοτωθεί και τρεις καβαλάρηδες ήταν τραυματισμένοι, αλλά μόνο ένας σοβαρά. Οι Κυκλωπιανοί από την άλλη μεριά είχαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Πάνω από μια ντουζίνα αλογόχοιροι είχαν σκοτωθεί ή ήταν ετοιμοθάνατοι, ενώ άλλοι είκοσι περιπλανιούνταν με άδεια σέλα. Αρχικά υπήρχαν γύρω στους σαράντα μονόφθαλμους καβαλάρηδες και εκείνοι που σώθηκαν ήταν λιγότεροι από δέκα. Οι μισοί σχεδόν ήταν νεκροί στο πεδίο της μάχης μαζί με κάμποσους πεζούς στρατιώτες, ενώ οι υπόλοιποι ήταν τραυματισμένοι.
Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο πιο σημαντικό από τους αριθμούς. Η ομάδα του Λούθιεν είχε συγκρουστεί πάλι με τον εχθρό, αυτήν τη φορά σε εχθρικό έδαφος, και τον είχε τρέψει ξανά σε φυγή. Τώρα θα συνέχιζαν την ανίχνευση χωρίς καμιά αμφιβολία ότι η κύρια δύναμη του εριαντοριανού στρατού θα περνούσε άνετα από αυτό το σημείο. Για το Πάιπερι τουλάχιστον ο δρόμος θα ήταν εύκολος.
Ο αδελφός Σόλομον Κίις προσευχόταν γονατιστός στο μικρό τέμενος του Πάιπερι, με τα χέρια ενωμένα και το κεφάλι σκυφτό. Ο ναός δεν είχε καμία σχέση με τους τεράστιους καθεδρικούς ναούς των μεγαλύτερων πόλεων της Θάλασσας του Άβον, δεν ήταν παρά ένα μικρό κτήριο, μια κεντρική αίθουσα, δύο επιπλέον δωμάτια, μία αίθουσα συναντήσεων και ο χώρος όπου ζούσε ο Σόλομον Κίις. Το κτήριο ήταν απλό και πέτρινο, τα καθίσματα απλοί ξύλινοι πάγκοι, ο βωμός ένα τραπέζι που το δώρισαν στον ναό όταν πέθανε μία από τις πιο εύπορες χήρες του Πάιπερι. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί από τους κατοίκους της ταπεινής κωμόπολης ένιωθαν για τον μικρό ναό τους την ίδια περηφάνια που ένιωθαν οι κάτοικοι του Πρίνσταουν ή του Καρλάιλ για τους μεγάλους καθεδρικούς ναούς. Οι Κυκλωπιανοί φοροεισπράκτορες του Γκρινσπάροου, ανάμεσά τους και ο Αλαμπέρκσις, ένας ιδιαίτερα μοχθηρός ηλικιωμένος μονόφθαλμος, χρησιμοποιούσαν τον ναό για τις συναντήσεις τους, αλλά ο Σόλομον Κίις έκανε ό,τι μπορούσε για να διασώσει την ιερότητα του χώρου.
Έλπιζε και προσευχόταν να ανταμειφθούν τώρα οι προσπάθειές του και ο στρατός εισβολής που σύμφωνα με τις φήμες πλησίαζε, να λυπηθεί τους καλούς ανθρώπους της μικρής πόλης του. Ο Κίις ήταν νέος, γύρω στα είκοσι πέντε. Είχε ζήσει σχεδόν όλη τη ζωή του κάτω από την κυριαρχία του Γκρινσπάροου, βασιλιά του Άβον, έτσι δεν είχε δει ποτέ του Εριαντοριανό, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κάτοικοι του Πάιπερι. Όλοι όμως είχαν ακούσει πολλές ιστορίες για τους άγριους βόρειους, για Εριαντοριανούς που έτρωγαν τα παιδιά των ηττημένων εχθρών τους μπροστά στα μάτια των γονιών τους. Ο Κίις είχε ακούσει επίσης για τους μοχθηρούς νάνους, τους “κεφαλοσπάστες” όπως τους έλεγαν στο Άβον, επειδή είχαν τη συνήθεια να σπάνε τα κεφάλια των νεκρών ή τραυματισμένων αντιπάλων τους ποδοπατώντας τους με τις βαριές τους μπότες. Και για τα ξωτικά, τους νεραϊδογέννητους, το “σπέρμα του διαβόλου”, που έκρυβαν κέρατα πίσω από τ’ αφτιά τους και χόρευαν γυμνοί κάτω από τα άστρα κάνοντας ανίερες τελετές στους κακόβουλους θεούς τους.