Выбрать главу

Είχε ακούσει ακόμη ψίθυρους για την Πορφυρή Σκιά, τον άνθρωπο που προκαλούσε τον μεγαλύτερο φόβο στο Πάιπερι. Η Πορφυρή Σκιά, ο δολοφόνος που έρχεται αθόρυβα μέσα στη νύχτα σαν τον ίδιο τον Χάρο.

Ο Σόλομον Κίις δεν ήταν ανόητος. Ήξερε ότι πολλές από τις φήμες που κυκλοφορούσαν για τους μισητούς εχθρούς του βασιλιά ήταν ψέματα ή τουλάχιστον υπερβολές. Από την άλλη μεριά όμως, σύμφωνα με τις διαδόσεις, γύρω στις δέκα χιλιάδες από αυτούς τους εχθρούς πλησίαζαν στο Πάιπερι, που η φρουρά του, μαζί με τους λίγους Πραιτωριανούς Φρουρούς οι οποίοι είχαν κατεβεί από τα βουνά, δεν ξεπερνούσε τους τριακόσιους. Είτε αυτή η στρατιά περιελάμβανε τέρατα είτε όχι, το Πάιπερι βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του ναού και όρμησαν μέσα πέντε-έξι μονόφθαλμοι. Ήταν Πραιτωριανοί Φρουροί και όχι μέλη της κανονικής φρουράς του Πάιπερι.

«Τα πάντα είναι έτοιμα για τους τραυματίες», είπε ο ιερέας κοιτάζοντας κάτω.

«Ήρθαμε για τους φόρους», απάντησε ο Αλαμπέρκσις μπαίνοντας πίσω από τους φρουρούς. Διέσχισαν τον ναό παραμερίζοντας με κλοτσιές τους πάγκους.

Ο Σόλομον Κίις κοίταξε τον ρυτιδωμένο μονόφθαλμο, τον πιο ηλικιωμένο που είχε δει ποτέ κανείς σε αυτά τα μέρη. Το μάτι του ήταν γκρίζο και το ασπράδι γύρω κατακόκκινο. Επισής ο Κίις πρόσεξε ότι είχε μια λάμψη που την αναγνώρισε, τη λάμψη της απληστίας.

«Υπάρχουν επίδεσμοι», είπε μετά από μια σιωπή όλο έκπληξη. «Τι χρειάζονται τα χρήματα;»

Ένας από τους Πραιτωριανούς πλησίασε κι έσπρωξε τον ιερέα ρίχνοντάς τον στο δάπεδο.

«Υπάρχει ένα κουτί πίσω από τον βωμό», είπε ο Αλαμπέρκσις. «Κι εσύ», είπε σε έναν άλλο μονόφθαλμο, «ψάξε το δωμάτιο του ηλίθιου ιερέα».

«Αυτό είναι το κοινό ταμείο του χωριού για το σιτάρι!» φώναξε ο Κίις και πετάχτηκε όρθιος. Ένας μονόφθαλμος τον πλησίασε και τον έριξε κάτω με μια γροθιά, μετά τον κλότσησε κάμποσες φορές καθώς σφάδαζε στο έδαφος.

Ο Σόλομον Κίις κατάλαβε την αλήθεια για τους Κυκλωπιανούς. Αυτή η ομάδα, όπως και τόσοι άλλοι Πραιτωριανοί Φρουροί που κατέβηκαν από το Άιρον Κρος, σκόπευε να το σκάσει στο νότο, κατά πάσα πιθανότητα με εντολή του άθλιου Αλαμπέρκσις.

Δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει, έτσι έμεινε ακίνητος, προσευχόμενος στον Θεό να τον καθοδηγήσει. Αναστέναξε με ανακούφιση όταν οι μονόφθαλμοι έφυγαν από τον ναό.

Η ανακούφιση δεν κράτησε πολύ όμως, γιατί ο ιερέας κατάλαβε τι σήμαιναν οι πράξεις του Αλαμπέρκσις.

Οι Πραιτωριανοί Φρουροί εγκατέλειπαν το Πάιπερι, το θυσίαζαν. Οι επίλεκτοι στρατιώτες του βασιλιά Γκρινσπάροου θεωρούσαν ότι δεν άξιζε τον κόπο να σώσουν τη μικρή κωμόπολη.

Αφού ο εριαντοριανός στρατός στρατοπέδευσε σε ένα σημείο όχι μακριά από το Πάιπερι, αμέσως τοποθετήθηκαν άνδρες ανατολικά και δυτικά, ενώ στάλθηκαν έφιππες περίπολοι νότια της πόλης για να μην ξεφύγουν οι μονόφθαλμοι. Ο Μπριντ’Αμούρ δεν είχε σκοπό να αφήσει τον αποδιοργανωμένο βόρειο στρατό του Γκρινσπάροου να επιστρέψει στο Καρλάιλ, ή στο Γουόρτσεστερ ίσως, όπου θα μπορούσε να ανασυνταχθεί προστατευμένος από τα ψηλά τείχη της πόλης.

Σε μία τέτοια περίπολο, ο Λούθιεν με την έφιππη ομάδα του συνάντησαν μια παράξενη ομάδα Πραιτωριανών, με επικεφαλής τον πιο ηλικιωμένο μονόφθαλμο που είχε δει ποτέ του. Καθώς οι Κυκλωπιανοί κατατροπώθηκαν γρήγορα, ο Λούθιεν, ψάχνοντας ανάμεσα στα πτώματα βρήκε ένα κουτί με επιγραφή που φανέρωνε ότι περιέχει το κοινό ταμείο του χωριού.

Αυτό του φάνηκε σημαντικό και άρχισε να διακρίνει μια πιθανότητα, μια ελπίδα για πιο εύκολη προέλαση. Δεν είπε τίποτα επιστρέφοντας στο στρατόπεδο όμως, γιατί ήθελε να ξεκαθαρίσει περισσότερο τα πράγματα πριν παρουσιάσει τις υποψίες του στον Μπριντ’Αμούρ, ο οποίος, για κάποιον άγνωστο λόγο, έδειχνε πολύ αφηρημένος αυτό το βράδυ, σαν να τον απασχολούσε κάτι.

«Φοβάσαι την επικείμενη μάχη;» τον ρώτησε ο Λούθιεν καθώς περπατούσαν στην κεντρική περιοχή του μεγάλου στρατοπέδου.

Ο Μπριντ’Αμούρ απάντησε με ένα περιφρονητικό γέλιο. «Αν φοβόμουν το Πάιπερι δεν θα είχα έλθει νότια, αφού ξέρω ότι μας περιμένουν ακόμη το Γουόρτσεστερ και το Καρλάιλ!» είπε. Σταματώντας μπροστά σε μια γούρνα με νερό, έσκυψε για να νιφτεί. Σταμάτησε όμως πριν αγγίξει το χέρι του στο νερό κι έμεινε τελείως ακίνητος, γιατί στην επιφάνειά του έβλεπε να καθρεφτίζεται μια παράξενη εικόνα, ένας γνωστός πλέον βράχος στενός και ψηλός, επίπεδος στην κορυφή του.