Выбрать главу

Ο Θρύλος του Χούμα

Richard A. Knaak

Ένα προκεχωρημένο φυλάκιο στην άκρη του κόσμου Ένας κυνηγημένος Ιππότης που αναζητά την αλήθεια Φιλόδοξοι αφέντες των δράκων που αντιμάχονται ο ένας τον άλλο Μια τρομερή στρατιά στις προσταγές ενός στυγερού ηγέτη …και μια μοναχική πόλη στο μάτι του κυκλώνα.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Είναι πολύ σπάνιο το γεγονός ότι εγώ, ο Άστινους, αρχιιστοριογράφος του Κριν, περιλαμβάνω στα χρονικά μου μια προσωπική σημείωση. Μόνο μια φορά έκανα ξανά κάτι τέτοιο στο πρόσφατο παρελθόν, τότε που ο μάγος Ρέστλιν έφτασε μια ανάσα από το να γίνει μια πανίσχυρη θεότητα, πιο δυνατή ακόμη κι από τον Πάλανταϊν και την Τακίσις. Απέτυχε, διαφορετικά, μάλλον δε θα έγραφα τώρα αυτό εδώ, αλλά ήταν μια αποτυχία που άξιζε να αναφερθεί.

Σχολιάζοντας αυτό το γεγονός, συνειδητοποίησα ότι στους παλιότερους από τους τόμους μου είχε γίνει ένα πολύ μεγάλο λάθος. Από το γραφικό χαρακτήρα υποπτεύθηκα ότι κάποιος Πάουλους Βάριους, βοηθός μου κάπου τρεις αιώνες πριν και περισσότερο γνωστός για την αδεξιότητά του παρά για την ικανότητά του στην τήρηση αρχείων, πρέπει να είχε καταστρέψει κατά λάθος ένα μέρος από τρεις ή τέσσερις παλιότερους τόμους και να είχε αντικαταστήσει τις καταστραμμένες σελίδες με αυτό που κατά τη γνώμη του ήταν το ακριβές αντίγραφο. Δεν ήταν όμως.

Το σφάλμα αφορά τη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στις εποχές που τώρα αποκαλούμε Εποχή του Φωτός και Εποχή της Ισχύος. Το Έργκοθ, για παράδειγμα, ήταν μια αυτοκρατορία πολύ αρχαιότερη απ’ ό,τι αναφέρεται στην ψευδή ιστορία. Στην πραγματικότητα, ο Βίνους Σολάμνους διοικούσε τις στρατιές του Έργκοθ το 2692 π.Κ. και όχι δεκατέσσερις αιώνες αργότερα, όπως ισχυρίζεται η ψευδής ιστορία. Ο Δεύτερος Πόλεμος των Δράκων, που λαθεμένα ο Πάουλους Βάριους σημειώνει ως Δεύτερο και Τρίτο, επειδή κράτησε σαράντα πέντε χρόνια, τελείωσε το 2645 π.Κ. Εδώ είδα για πρώτη φορά τα σοβαρά σφάλματα ανοίγοντας τις σελίδες που αφορούσαν τον Χούμα, Ιππότη της Σολάμνια, έναν άντρα από σάρκα ολότελα θνητή, που αντιμετώπισε και νίκησε την Τακίσις, θεά του Κακού, τη δρακοβασίλισσα. Μετά το τέλος του Δεύτερου Πολέμου των Δράκων είχα σκοπό να καταγράψω τα ανδραγαθήματα του Χούμα, αλλά –όπως συμβαίνει πάντα– το μυαλό μου ήταν στη δουλειά μου.

Κατ’ αυτό τον τρόπο ξόδεψα περισσότερο χρόνο απ’ όσο σκόπευα αρχικά. Ίσως γιατί κι εγώ επίσης ένιωσα κάποια ανακούφιση μετά τη μάχη, επειδή έως κάποιο βαθμό ήμουν έτοιμος να κλείσω τον τελευταίο τόμο αυτής της παγκόσμιας ιστορίας. Θα ήταν ντροπή όμως, αφού η συλλογή μου εκείνης της περιόδου αποτελούνταν από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μονάχα τόμους. Γι’ αυτό και μόνο θυμάμαι τον Χούμα.

Ευτυχώς, η ιστορία του είναι ακόμα άθικτη σ’ αυτό τον τόμο, κι εγώ θα την αφήσω να μιλήσει για λογαριασμό του.

Άστινους του Παλάνθας
360 μ.Κ.

Κεφαλαίο 1

Ο στρατός, προχωρώντας δυτικά κατά το Κάιρ, πέρασε μέσα από ένα χωριό. Το χωριό το έλεγαν Σέρινταν και είχε χτυπηθεί από την πανούκλα, το λιμό και την τρέλα, που το πλάκωσαν με τη σειρά, σκοτώνοντας πολλούς κατοίκους του. Πριν από καιρό, ζωή ολάκερη, το χωριό ήταν πλούσιο. Τώρα καλύβες και αυτοσχέδια καταλύματα στέκονταν στη θέση των πλίθινων κτιρίων, που είχαν καταρρεύσει από τις επιδρομές των γκόμπλιν και τις λεηλασίες των μαύρων δράκων. Για κάποιο λόγο, δεν το είχαν καταστρέψει. Συνέχιζε να φθίνει, όμοια με τον κόσμο που προσπαθούσε να ζήσει σε αυτό.

Η εμφάνιση μιας φάλαγγας ιπποτών δε χαροποίησε ιδιαίτερα το χωριό. Μάλιστα, οι ντόπιοι δυσανασχέτησαν βλέποντας τους καβαλάρηδες και τους πεζούς να παρελαύνουν στο λασπερό μονοπάτι που αποτελούσε αυτό που το χωριό ονόμαζε δρόμο. Οι τσακισμένοι από τη βιοπάλη ντόπιοι βαρυγκωμούσαν για τη ζωή που πίστευαν πως ζούσαν οι Ιππότες της Σολάμνια, μια ζωή που θεωρούσαν πολύ καλύτερη από αυτό που αντιμετώπιζαν καθημερινά οι ίδιοι.

Στην κεφαλή της φάλαγγας, λαμπερός μέσα στην πανοπλία του, που αποτελούνταν από κρίκους και πλάκες μετάλλου, προχωρούσε έφιππος ο Άρχοντας Όσγουολ του Μπάξτρι. Το πολύπλοκο σχέδιο των ρόδων που διακοσμούσε το θώρακά του αποκάλυπτε πως ήταν μέλος της τάξης της Σολάμνια που είχε το ίδιο αυτό λουλούδι για σύμβολό της. Ο πορφυρός μανδύας που χυνόταν στην πλάτη του ήταν στερεωμένος με μια πόρπη που έμοιαζε με αλκυόνα με μισάνοιχτα φτερά και μια κορόνα στο κεφάλι. Κάτω από το πουλί, πιασμένο σφιχτά από τα γαμψά του πόδια, υπήρχε ένα σπαθί με ένα ρόδο πάνω του.

Οι περισσότεροι ιππότες ήταν ντυμένοι όπως ο Άρχοντας Όσγουολ, αν και οι πανοπλίες τους ήταν πιο φθαρμένες και, σε σύγκριση με τους αρχηγούς τους, οι μανδύες τους ήταν πιο απλοί. Ο μανδύας του Άρχοντα Όσγουολ ήταν σύμβολο του αξιώματος του – Υψηλός Πολεμιστής, άρχοντας του Τάγματος του Ρόδου και, προς το παρόν, υπαρχηγός του Μεγάλου Μάγιστρου που κυβερνούσε ολόκληρη την Ιπποσύνη.