Ο ιππότης σήκωσε το χέρι του και φώναξε, αν και ήξερε καλά πως ήταν ήδη αργά. «Μη!»
Η δύναμη των μινώταυρων ήταν βέβαια εντυπωσιακή. Έλεγαν ότι το τσεκούρι στο χέρι ενός μινώταυρου μπορούσε να σκίσει ένα βράχο στα δύο. Αν είχε χτυπήσει ο Καζ, ήταν πολύ πιθανό να είχε νικήσει. Αντί γι’ αυτό, κοκάλωσε ξαφνικά στο μέσον της κίνησής του και η φόρα του, τρομερή καθώς ήταν, τον έριξε με το κεφάλι καταγής κάτω από το τεράστιο στόμα του δράκου.
Ο δράκος έριξε μια γρήγορη ματιά στον πεσμένο μανιακό και ύστερα σήκωσε τα μάτια του και εξέτασε τον άνθρωπο. Ο Χούμα του ανταπόδωσε το βλέμμα. Ως ιππότης, ήταν συνηθισμένος στο πήγαινε-έλα των δράκων του Φωτός. Υπηρετούσαν ως φρουροί και αγγελιοφόροι, αλλά ποτέ του δεν είχε δει κάποιον από τόσο κοντά.
Ήταν ψηλός και λεπτός. Ολόκληρο το κορμί του ήταν ασημένιο, εκτός από τα δυο του μάτια που έλαμπαν σαν ήλιοι. Από ένστικτο κατάλαβε ότι ο δράκος ήταν θηλυκός, αν και θα δυσκολευόταν πολύ να το αιτιολογήσει. Τα σαγόνια του ήταν μακρύτερα από το χέρι του και τα δόντια του ήταν τόσο μακριά που θα μπορούσαν να κόψουν το κεφάλι του Χούμα με μια δαγκωνιά. Το ρύγχος του ήταν μακρύ και σουβλερό.
Η φωνή του δράκου, σε αντίθεση με την εμφάνισή του, ήταν βαθιά αλλά μελωδική. «Ένας Ιππότης της Σολάμνια. Τι θες εδώ πέρα; Είσαι πολύ μακριά από τους συντρόφους σου. Αυτό το σκουπίδι ψάχνεις; Μην ανησυχείς, ο μινώταυρος δεν πρόκειται να ξεφύγει. Όχι όσο τον κρατάει η δύναμη της θέλησής μου.»
Ο Χούμα χαμήλωσε το όπλο του. Οι χωρικοί είχαν χαθεί στο βάθος κι ας μη διέτρεχαν πραγματικό κίνδυνο.
«Είσαι καλά;» – η ερώτηση φάνηκε ειλικρινής. Ο ασημένιος δράκος ρωτούσε από ενδιαφέρον.
«Σε παρακαλώ» είπε πνιχτά ο Χούμα. «Μην τον πειράξεις! Δεν είναι αυτό που νομίζεις!»
Οι λαμπερές ίριδες του δράκου φάνηκαν να τον ζυγίζουν. Το θηρίο ήταν περίεργο. «Γιατί θες να σώσεις τη ζωή αυτού του πλάσματος; Πληροφορίες θέλεις; Μπορώ να του τις αποσπάσω με ελάχιστη προσπάθεια.»
Ο δράκος περίμενε με την υπομονή κάποιου που μετράει το χρόνο σε αιώνες, όχι σε λεπτά.
«Είναι σύντροφός μου. Έχει αποσκιρτήσει από την κακοβουλία της Βασίλισσας του Σκότους.»
Αν έλεγε κάποιος στον Χούμα ότι το πρόσωπο ενός δράκου μπορούσε να δείξει ανθρώπινη έκπληξη, ο ίδιος θα τον κορόιδευε. Αυτό συνέβαινε όμως. Απόμεινε σιωπηλός, ενώ ο δράκος χώνευε αυτή την καινούρια πληροφορία.
«Ο μινώταυρος θα με χτυπούσε. Είναι προφανές ότι σκόπευε να μου κάνει μεγάλο κακό. Πώς δικαιολογούνται λοιπόν οι ισχυρισμοί σου;»
Ο Χούμα σφίχτηκε. «Πρέπει να δεχτείς το λόγο μου. Δεν έχω αποδείξεις.»
Η δράκαινα –ήταν θηλυκιά τελικά– χαμογέλασε ακούγοντάς τον. Ο Άρχοντας Όσγουολ είχε πει κάποτε ότι το χαμόγελο του δράκου είναι σαν το χαμόγελο της αλεπούς που ετοιμάζεται να κατασπαράξει την κότα.
«Σου ζητώ συγνώμη, Ιππότη της Σολάμνια. Δεν εννοούσα πως δεν πιστεύω τα λόγια σου. Πρέπει να παραδεχτείς όμως ότι δε βλέπουμε κάθε μέρα ένα μινώταυρο να πολεμάει στο πλευρό κάποιου δικού μας.»
«Δε με πρόσβαλες.»
«Κι αυτοί τι είναι;»
Ο Χούμα δε γύρισε. Θυμόταν ακόμα τους δισταγμούς του και το τι θα μπορούσαν να είχαν κοστίσει. «Ο φόβος κι ο θυμός τους είναι δικαιολογημένοι. Έχουν υποφέρει πολλά. Δεν τους κρατάω κακία.»
Η δράκαινα δέχτηκε την απάντησή του με μια ελικοειδή συστροφή του μακριού λαιμού της. Στράφηκε στους χωριάτες. «Βρίσκεστε έξω από την πορείας σας» τους είπε. «Γυρίστε νοτιοδυτικά. Εκεί υπάρχουν κληρικοί της Μισακάλ που θα φροντίσουν τους τραυματισμένους και θα σας δώσουν τροφή. Να το πείτε και σ’ όποιον άλλο συναντήσετε στο δρόμο σας.»
Εκείνοι δεν πρόβαλαν αντιρρήσεις και ο Χούμα ένιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη για αυτό το γεγονός. Η δράκαινα παρακολούθησε τους φυγάδες που τραβούσαν προς τη νέα τους κατεύθυνση. Ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα στον Καζ με μια έκφραση σχεδόν αποστροφής.
«Αν τον λευτερώσω τούτον εδώ, η υγεία του θα είναι δικό σου πρόβλημα. Τη φυλή του τη συμπαθώ όσο κι αυτοί οι κακομοίρηδες.»
Ο Χούμα δίσταζε. «Δεν μπορώ να εγγυηθώ για την αντίδραση του όταν τον ελευθερώσεις. Θυμώνει πολύ εύκολα.»
«Χαρακτηριστικό των μινώταυρων. Αν δε σκοτώνονταν όλη την ώρα μεταξύ τους διεκδικώντας δύναμη και αξιώματα, θα είχαν κατακτήσει το Άνσαλον εδώ και πολύ καιρό.» Αναστέναξε, και ο Χούμα αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του από τον καυτό αέρα που του ζέστανε το πρόσωπο. «Πολύ καλά.»
Με αυτά τα λόγια ο μινώταυρος πήρε ξαφνικά ζωή. Δε συνέχισε την επίθεσή του, αλλά κοντοστάθηκε σε κάποια απόσταση από τη δράκαινα και τον ιππότη, με το τσεκούρι έτοιμο. Κοίταξε τη δράκαινα ανήσυχα.