«Όχι πολύ.» Ο Μπένετ ήταν αυτός που φώναξε την απάντηση και ο Χούμα τού ήταν ευγνώμων για αυτό. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να εγγυηθεί τίποτα.
Ενώ μιλούσαν, προχωρούσαν για να συναντήσουν την προφυλακή των δράκων. Διατηρούσαν πυκνή τάξη, ξέροντας ότι, αν απομονώνονταν, ήταν καταδικασμένοι.
Φαίνεται πως οι δράκοι του Σκότους κατάλαβαν τις προθέσεις τους, γιατί μερικοί κινήθηκαν ανάλογα. Άλλοι όμως ήταν φανερό πως είχαν διαφορετική γνώμη σχετικά με το τι ήταν ικανοί να κάνουν οι ιππότες και ξέκοψαν από τους υπόλοιπους, τραβώντας ίσια πάνω στον εχθρό. Ο Χούμα δεν μπόρεσε να κρύψει ένα φευγαλέο χαμόγελο. Βλέποντας τους κακόβουλους δράκους να γυμνώνουν τα νύχια και τα δόντια τους και να τους προκαλούν, συνειδητοποίησε ότι δεν πίστευαν πόσο ισχυρές ήταν οι Δρακολόγχες.
Όλοι οι επιτιθέμενοι χάθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά, εκτός από λίγους. Οι περισσότεροι καρφώθηκαν μόνοι τους πάνω στις λόγχες του Χούμα και των συντρόφων του. Άλλοι δύο πέθαναν πριν προλάβει ο Χούμα να κάνει σινιάλο στους δικούς του ν’ αφήσουν τους επιζώντες να φύγουν. Θα μετέδιδαν τον πανικό τους και στους υπόλοιπους δράκους.
Ο Χούμα έριξε μια ματιά στους συντρόφους του. Ο Καζ ήταν φουντωμένος και γεμάτος έξαψη, ο Κεραυνός μόλις που κρατιόταν να μην κυνηγήσει τους επιζώντες. Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ κοίταζε προς το μέρος του στρατού του. Ο Μπουόρον ήταν σιωπηλός και σχεδόν ανέκφραστος. Το χέρι του είχε γιατρευτεί και κρατούσε τη Δρακολόγχη όσο πιο σταθερά μπορούσε.
Δράκοι με αναβάτες τούς επιτέθηκαν κατά εικοσάδες. Κόκκινοι, μαύροι, πράσινοι και γαλάζιοι. Τους επιτέθηκαν και λευκοί, αλλά αυτοί δεν είχαν αναβάτες και ο Χούμα υποψιάστηκε ότι τους έστελναν για αντιπερισπασμό, γιατί ενεργούσαν περισσότερο με την πονηριά του ζώου παρά με νοημοσύνη και αυτό το περιβάλλον ήταν εντελώς ακατάλληλο γι’ αυτούς. Αν και μικρότεροι από τους άλλους δράκους, μπορούσαν να γίνουν φονικοί και η παρουσία τους θα πρόσδιδε κάποιο πλεονέκτημα στη δρακοβασίλισσα.
Κάτω, στη γη, οι δύο στρατοί είχαν αλλάξει πορεία. Οι Ιππότες του Έργκοθ σχημάτιζαν μια μακριά, φαρδιά γραμμή και το νότιο τμήμα των δυνάμεων των ογκρ στρεφόταν να αντιμετωπίσει την καινούρια αυτή απειλή. Το βόρειο μισό, μη γνωρίζοντας ακόμα για την επίθεση, άρχισε να τραβιέται, αφήνοντας το κέντρο σκόρπιο, καθώς οι πολεμιστές περίμεναν τις κατάλληλες διαταγές. Σύγχυση φαινόταν να επικρατεί.
Τώρα! ούρλιαξε νοερά ο Χούμα. Τώρα πρέπει να επιτεθούμε! Βέβαια, οι ιππότες του Ακροπυργίου δεν έβλεπαν το στρατό του Έργκοθ. Αλλά σίγουρα έβλεπαν τα ογκρ να σκορπίζουν και καταλάβαιναν ότι συνέβαινε κάτι που τους ευνοούσε. Σε πόση ώρα θα αντιδρούσαν άραγε;
Τότε μια μικρή ομάδα λογχοφόρων χτυπήθηκε με το πρώτο από τα ατέλειωτα κύματα των εχθρών – και δεν χωρούσε πλέον άλλη σκέψη παρά ο αγώνας για την επιβίωση.
Στην αρχή οι δράκοι φαίνονταν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται σε κάθε παίξιμο των ματιών του Χούμα. Παντού γύρω του ακούγονταν κραυγές. Πότε σκοτείνιαζε σαν την Άβυσσο και πότε όλα έλαμπαν σαν τον ήλιο, καθώς οι δράκοι εξαπέλυαν τα μαγικά τους και οι αναβάτες τους, άλλοι κληρικοί και άλλοι μάγοι, συμμετείχαν και με τις δικές τους δυνάμεις στη μάχη.
Η ασημένια δράκαινα απέφυγε ένα χτύπημα και ο Χούμα είδε ένα λογχοφόρο να πέφτει με το δράκο του, θύμα τουλάχιστον έξι δράκων. Αναβάτης και υποζύγιο χάθηκαν κάτω από τη δύναμη των τρομερών αυτών πλασμάτων και ο Χούμα το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να συγκρατήσει την κραυγή του μπροστά στο γενναίο αυτό θάνατο. Μέσα στο χάος, δεν είχε αναγνωρίσει το σκοτωμένο.
Άρχισαν να χωρίζουν. Ο Καζ με τον Κεραυνό ήταν πάντα κοντά στον Χούμα και την ασημένια δράκαινα. Κάποια στιγμή ο ιππότης άκουσε τον Γκάι Έιβοντεϊλ να φωνάζει κάτι με τη στεντόρεια φωνή του.
Από ψηλά βούτηξε πάνω τους ένας τρομερός μαύρος δράκος, με αναβάτη έναν άντρα της Μαύρης Φρουράς. Ο Χούμα φώναξε στη δράκαινά του, αλλά εκείνη πολεμούσε απεγνωσμένα με έναν κόκκινο που βύθιζε τη Δρακολόγχη όλο και βαθύτερα στον ίδιο του τον ώμο, υπερβολικά μανιασμένος για να το καταλάβει. Ο ιππότης τράβηξε το σπαθί του –άχρηστο μπροστά σ’ ένα τέτοιο πλάσμα– και ετοιμάστηκε για τη σύγκρουση.
Ξαφνικά φάνηκε μια ασημένια αστραπή κι ένας λαμπερός δράκος έπεσε πάνω στο μαύρο. Στη ράχη του είχε αναβάτη και ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι ήταν ο Μπουόρον. Ήταν χτυπημένος σε διάφορα σημεία. Το αίμα κηλίδωνε την πανοπλία και το δράκο του.
Πόνος! Ο Χούμα μαζεύτηκε νιώθοντας κάτι να στέλνει κύματα πόνου στο αριστερό του πόδι. Το κοίταξε και είδε το αίμα του να τρέχει ποτάμι από μια βαθιά πληγή. Το πόδι συσπάστηκε και τα κύματα του πόνου συνέχισαν να κατακλύζουν το μυαλό του. Μέσα από τα δακρυσμένα του μάτια, είδε ένα ογκρ να δρασκελίζει ένα δράκο. Με δύναμη που ξεπερνούσε το ανθρώπινο μέτρο, το ογκρ τού είχε επιτεθεί μ’ ένα τσεκούρι και το χτύπημά του αποδείχτηκε εύστοχο.