Выбрать главу

Ο Χούμα απέκρουσε άλλο ένα χτύπημα του ογκρ, αλλά είδε πως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ο πόνος τού αποσπούσε επικίνδυνα την προσοχή.

Τελικά είδε με ανακούφιση ότι η ασημένια δράκαινα είχε απωθήσει το δικό της αντίπαλο. Ο κόκκινος, αποδυναμωμένος από την τόση απώλεια αίματος και τις τόσες πληγές– έπεφτε ανήμπορος στο έδαφος χτυπώντας τα φτερά του, παίρνοντας μαζί του και το δύστυχο αναβάτη του.

«Χούμα!»

Χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι τον φώναζε η ασημένια δράκαινα. Τον κοίταξε με μάτια γεμάτα απίστευτο τρόμο – αλλά όχι για τον εαυτό της. Μάτια σαν αυτά είχε ξαναδεί, αλλά…

Οι σκέψεις του διακόπηκαν από καινούριες φωνές που ξέσπασαν γύρω του. Στην αρχή πίστεψε πως ήταν το τέλος και ότι καινούριοι δράκοι έρχονταν να ενωθούν με εκείνους που χτυπούσαν ήδη τη μικρή ομάδα.

Λάθος. Οι δράκοι που είδε σηκώνοντας το κεφάλι ήταν ασημένιοι, χρυσοί – όλα τα λαμπρά μεταλλικά χρώματα των δράκων του Πάλανταϊν. Ήταν πάνω από εκατό και όλοι τους είχαν από έναν αναβάτη κι έναν ιππότη οπλισμένο με μια λόγχη που έλαμπε ζωηρά και σημάδευε αλάθευτα. Δρακολόγχες.

Οι δράκοι του Σκότους έπεσαν σε μεγάλη σύγχυση. Αν τους είχαν πληροφορήσει κάτι, αυτό ήταν ότι οι Δρακολόγχες ήταν μια χούφτα. Ο πλησιέστερος δράκος χάθηκε χωρίς καν να σηκώσει τα νύχια του για να αμυνθεί – τόσο πολύ δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν.

Ο Χούμα έφερε το χέρι στο μέτωπο και το τράβηξε ματωμένο – με το δικό του αίμα. Αναρωτήθηκε πότε είχε πληγωθεί και πώς.

Θυμήθηκε την πληγή του και κοίταξε ξανά το πόδι του. Το αίμα έτρεχε ακόμη άφθονο και ήξερε ότι αν δεν έκανε κάτι για να το σταματήσει, σύντομα θα λιποθυμούσε. Η ασημένια δράκαινα άρχισε να απομακρύνεται από τη μάχη.

Όλο και περισσότεροι δράκοι έρχονταν από το Ακροπύργιο.

Πόσες Δρακολόγχες είχε φτιάξει ο σιδηρουργός;

Η ασημένια δράκαινα έφευγε λες και την κυνηγούσε η ίδια η Βασίλισσα του Σκότους. Κάθε τόσο γυρνούσε και τον κοίταζε με τον ίδιο φόβο στα μάτια. Εκείνος σκυθρώπασε κι έσφιξε το πόδι του με τα χέρια για να σταματήσει την αιμορραγία.

Επιτέλους, βρέθηκαν να πετούν πάνω από τα τείχη του Ακροπυργίου, αποφεύγοντας παρά τρίχα μια καινούρια ομάδα από λόγχες που υψώνονταν στον αέρα. Τον οδήγησε εκεί που πήγαιναν τους τραυματισμένους της ομάδας του για φροντίδα.

«Πάρτε τον από πάνω μου!» η φωνή της δράκαινας ήταν τόσο επιτακτική, τόσο τραχιά, που κανείς δεν έχασε δευτερόλεπτο. Ο Χούμα την έχασε από τα μάτια του, όπως κι ολόκληρο τον κόσμο.

Όταν ξύπνησε, η Γκουίνεθ ήταν σκυμμένη από πάνω του και τον άγγιζε με τα χέρια της με τρόπο που έδιωχνε κάθε πόνο. Ένιωθε σχεδόν τη δύναμη να αναβλύζει από τα ακροδάχτυλά της. Το πρόσωπό της ήταν ωχρό και όπως έσκυβε πάνω από το πόδι του, τα μαλλιά της έπεφταν και σχεδόν το έκρυβαν.

Τα μάτια του Χούμα πλανήθηκαν τριγύρω. Βρίσκονταν σ’ ένα λόφο, μακριά από τη μάχη, αλλά όχι τόσο ώστε να μην ακούν τον αχό της. Εκεί ήταν και ο Έιβοντεϊλ, με την αριστερή του πλευρά ένα ματωμένο χάλι. Ο Καζ ήταν άφαντος. Από την αρχική ομάδα μόνο εννιά απόμεναν. Ο Μπένετ, αλώβητος αλλά με όψη και πανοπλία σαν να τον είχαν σύρει σ’ ολόκληρη την πεδιάδα, κοίταζε την Γκουίνεθ με μια έκφραση μεταξύ απέχθειας και θαυμασμού. Τα μάτια του συνάντησαν τα μάτια του Χούμα, αλλά στράφηκαν αμέσως αλλού.

«Ο Μπουόρον είναι νεκρός, Χούμα» είπε τελικά ο ανιψιός του Όσγουολ, με τα μάτια πάντα καρφωμένα στην Γκουίνεθ. «Την τελευταία φορά που τον είδα ορμούσε με το δράκο του ενάντια σε εκείνο το μαύρο για να σε σώσει. Χάθηκαν και οι δύο.»

Οι τελευταίες του λέξεις δε συγκλόνισαν τον Χούμα μονάχα αλλά και την Γκουίνεθ. Τράβηξε τις παλάμες της από την πληγή και έκλαψε μέσα τους. Ο Χούμα άπλωσε το χέρι και της άγγιξε το μπράτσο.

«Δεν κλαίει για τον Μπουόρον…» Ο Μπένετ αγωνιζόταν να βρει τις κατάλληλες λέξεις.

«Άσ’ το, Μπένετ.» Ο Γκάι Έιβοντεϊλ προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος.

«Χούμα!» φάνηκε ο Κεραυνός με τον Καζ να κραδαίνει το πολεμικό του τσεκούρι σε χαιρετισμό. Δράκος και μινώταυρος ήταν γεμάτοι γδαρσίματα και μώλωπες, αλλά κανείς τους δε φαινόταν εξασθενημένος. Ο Χούμα τούς κοίταξε μια στιγμή μονάχα και μετά τα μάτια του στράφηκαν στην Γκουίνεθ. Εκείνη κοίταξε αλλού. Συνέχισε να την κοιτάζει ακόμα και τη στιγμή που απαντούσε στη δήλωση του Μπένετ.

«Τι εννοείς, Μπένετ;»

Η γερακίσια όψη του Μπένετ στράφηκε στον κληρικό-διοικητή του Έργκοθ. «Το είδαν όλοι. Γιατί να το κρύψουμε. Αν δεν μπορεί να του το πει η ίδια, κάποιος πρέπει να του το πει. Πρέπει να το μάθει. Ξέρω τι νιώθει γι’ αυτήν.»