Выбрать главу

«Είναι δικό τους θέμα!» Ο Έιβοντεϊλ ήταν έξαλλος από θυμό.

«Σταματήστε.»

Είχε μιλήσει η Γκουίνεθ. Σηκώθηκε κοιτάζοντας συνεχώς τον Χούμα. Τα χέρια της κρέμονταν άτονα στα πλευρά της.

Ξαφνικά ο Έιβοντεϊλ σωριάστηκε προς τα πίσω. Κοίταξε τον Μπένετ και τον Καζ. «Εσείς οι δυο, βοηθήστε με να σηκωθώ. Μου έρχεται ρίγος. Πρέπει να πάω κάπου πιο κλειστά.»

Διστακτικά, ο Μπένετ και ο Καζ τον βοήθησαν να σηκωθεί. Απομακρύνθηκαν και οι τρεις τους μαζί.

Η Γκουίνεθ μίλησε επιτέλους. «Κλαίω για τον Μπουόρον. Για όποιον έπεσε πολεμώντας τη δρακοβασίλισσα.»

«Κι εγώ τον κλαίω.»

Εκείνη προσπάθησε να χαμογελάσει. «Και κλαίω ειδικά για το δράκο που ίππευε ο Μπουόρον, το μεγαλόσωμο ασημένιο.»

Τον αδερφό της δικής του δράκαινας, σκέφτηκε ο Χούμα. Γιατί να τον κλαίει τόσο πολύ η Γκουίνεθ;

Εκείνη κοίταξε θλιμμένα γύρω της. Ο τόπος ήταν άδειος. Βλέποντας τον Χούμα μπερδεμένο, τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν. «Πριν σου μιλήσω, μάθε ότι σ’ αγαπώ, Χούμα. Ποτέ δε θα έκανα το παραμικρό για να σε βλάψω.»

«Κι εγώ σ’ αγαπώ.» Ξαφνικά οι λέξεις βγήκαν από το στόμα του με μεγάλη ευκολία.

«Νομίζω πως μπορεί ν’ αλλάξεις γνώμη» του είπε αινιγματικά εκείνη.

Ο Χούμα δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει τι εννοούσε, γιατί ξαφνικά η Γκουίνεθ άρχισε να λάμπει – σχεδόν όπως οι Δρακολόγχες. Καθώς την κοίταζε θαυμάζοντας εκστασιασμένος, είδε το πρόσωπό της να μακραίνει και το στόμα της να γίνεται ρύγχος με μεγάλα δόντια. Ο Χούμα νόμισε πως ήταν μαγεμένη και πήγε να σηκωθεί για να τη βοηθήσει, αλλά το πόδι του δεν ήταν καλά ακόμα και η πληγή του κεφαλιού του δεν είχε γιατρευτεί. Σωριάστηκε καταγής.

Τα μακριά, λεπτά της μπράτσα μάκρυναν κι άλλο – κι έγιναν πιο μυώδη. Οι μικρές της παλάμες συστράφηκαν, γύρισαν και έγιναν τρομερά πόδια δράκου. Έπεσε στα τέσσερα και φάνηκε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, όλο και περισσότερο. Κάτι σάλεψε στη ράχη της. Πλέον δε φαινόταν καθόλου σαν άνθρωπος και αυτό με το οποίο έμοιαζε έκανε τον ιππότη να κουνάει συνεχώς το κεφάλι του πέρα-δώθε.

Τα ρούχα της εξαφανίστηκαν –ο Πάλανταϊν ξέρει πού πήγαν–, αλλά στην καινούρια της μορφή δεν τα χρειαζόταν πια. Η παράξενες κινήσεις της ράχης της έγιναν δύο εξογκώματα που άνοιξαν αποκαλύπτοντας φτερά σαν της νυχτερίδας. Άνοιξαν διάπλατα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η μεταμόρφωση είχε ολοκληρωθεί. Το πλάσμα που πριν ήταν η Γκουίνεθ προχώρησε μπροστά, ψηλό, στητό… και φοβισμένο.

Ήταν μια δράκαινα. Μια ασημένια δράκαινα.

Η δική του.

Κεφαλαίο 28

Τα μάτια της ασημένιας δράκαινας ήταν χαμηλωμένα. «Χούμα, για τ’ όνομα του Πάλανταϊν, πες κάτι, σε παρακαλώ.»

Η φωνή ήταν σίγουρα της Γκουίνεθ. Ο ιππότης σήκωσε τα μάτια στο δρακίσιο πρόσωπο και είδε πάνω του το φόβο – το φόβο ότι θα την απέρριπτε. Ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι γινόταν μέσα στο μυαλό του. Όλα γύρω του φαίνονταν να καταρρέουν. Δεν μπορεί να ήταν η Γκουίνεθ! Ή μήπως όχι;

«Εκείνη τη νύχτα είδες τον αδερφό μου – όπως είδες και τον άλλο, αυτόν που υπηρετεί τον Ντάνκαν Άιρονγουιβερ, δράκοι και οι δυο, αλλά σε ανθρώπινη μορφή. Σας θαυμάζουμε τόσο, Χούμα, εσένα και το είδος σου. Μέσα στην τόσο σύντομη ζωή σας καταφέρνετε τόσο πολλά.»

Ο Χούμα δεν είπε τίποτα. Άθελά του τραβήχτηκε λίγο μακριά της – όχι από φόβο αλλά από σύγχυση.

Εκείνη δεν το δέχτηκε έτσι και οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται πιο γρήγορα. Ενώ μιλούσε, η μορφή της άλλαζε. Τα φτερά ζάρωσαν. Τα τέσσερα πόδια της απάλυναν και συστράφηκαν μέχρι που έγιναν ξανά ανθρώπινα και μπόρεσε να σταθεί πάλι όρθια. Το σώμα της μίκρυνε γοργά, λες και η πελώρια μορφή έλιωνε μπροστά στα γεμάτα φρίκη μάτια του. Το πρόσωπο μίκρυνε και εκείνο και στρογγύλεψε, ενώ το μεγάλο στόμα της δράκαινας μεταμορφώθηκε σε δυο καμπύλα, καλοσχηματισμένα, σαρκώδη χείλη. Από το κεφάλι της ξεχύθηκαν ασημένια μαλλιά και έπεσαν σαν χείμαρρος στο λαιμό της. Ο Χούμα παραλίγο να το βάλει στα πόδια. Η μεταμόρφωση που είχε παρακολουθήσει δεν μπορούσε να ήταν αληθινή.

«Πρώτος ο αδερφός μου μου είπε αυτό που δεν είχα καταλάβει στην αρχή: ότι είχα πέσει θύμα μιας κατάστασης που σε λίγους έχει συμβεί στο παρελθόν. Είχα ζήσει τόσο πολύ καιρό μαζί σας που είχα φτάσει στο σημείο να αγαπώ σαν εσάς.»

«Γιατί;»

Εκείνη συνοφρυώθηκε, μη καταλαβαίνοντας τι ακριβώς τη ρωτούσε. Ύστερα του απάντησε «Ενσαρκώνεις την ίδια την πίστη του Πάλανταϊν. Είσαι γενναίος, ευγενικός, δεν ξέρεις τι θα πει μίσος. Σ’ αγαπώ γι’ αυτό που είσαι, τίποτε άλλο.»

«Α, οι ευτυχισμένοι εραστές.»

Η ψυχρή, θριαμβευτική φωνή ξύπνησε τον Χούμα από το λήθαργο του. Δεν ήταν δυνατόν, όχι εδώ…

Ο Γκάλαν Ντράκος, όμοιος με πριν, υλοποιήθηκε μπροστά στον ιππότη και τη δρακοκόρη χαμογελώντας. «Θα σας έκανα νωρίτερα αισθητή την παρουσία μου, αλλά δεν ήθελα να διακόψω μια τόσο όμορφη σκηνή.»