Η Γκουίνεθ έβγαλε μια κραυγή που κανένα ανθρώπινο πλάσμα δε θα μπορούσε και πήγε να τον χτυπήσει, αλλά ο Χούμα κινήθηκε γρήγορα και της έκοψε το δρόμο. Ο ιππότης κατάφερε να κάνει λίγα βήματα μονάχα, πριν τον προδώσει το πόδι του και πέσει στη γη. Μόνο τότε θυμήθηκε ότι η μορφή μπροστά του δεν ήταν παρά μια παραίσθηση. Βλαστήμησε σιγανά την ίδια του τη βλακεία.
Ο αποστάτης γελούσε. «Ήρθα να μεγαλώσω τη δυστυχία σου, Χούμα. Ήρθα να σε ξεπληρώσω για την απώλεια του Κράινους. Οφείλω να παραδεχτώ ότι στο τέλος η τρέλα του είχε γίνει απρόβλεπτη. Ήταν όμως ο καλύτερος διοικητής μου και θα μου λείψει.»
Ο Καζ με τον Μπένετ, που είχαν ξεσηκωθεί από τη φωνή κάποιου που γνώριζαν τόσο καλά, πήγαν τρέχοντας. Ο φασματικός Ντράκος σήκωσε το χέρι του κι εκείνοι σταμάτησαν σαν να έπεσαν πάνω σε τοίχο.
«Ανταπόδοση στα ίσα, θλιβερέ θνητέ.» Ο Ντράκος σήκωσε τα χέρια του και κάτι άρχισε να υλοποιείται μπροστά του. Μόνο όταν υλοποιήθηκε ολότελα το αναγνώρισε ο Χούμα.
«Μάτζιους!»
Τον είχαν βασανίσει. Το πρόσωπό του είχε γίνει μια ματωμένη μάζα και το ένα του μάτι ήταν πρησμένο και κλειστό. Ο χιτώνας του ήταν κουρελιασμένος και ο Χούμα είδε έκπληκτος ότι ήταν λευκός, όχι ερυθρός. Το ένα του χέρι σχημάτιζε μια απίθανη γωνία και κανένα του πόδι δε φαινόταν ικανό να περπατήσει. Ο Μάτζιους σηκώθηκε όρθιος βάζοντας δύναμη στο γερό του χέρι.
«Χ… Χούμα.» Του έλειπαν κάμποσα δόντια. «Είχε δίκιο… τελικά.»
Ο Ντράκος χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Τραυλίζει καμιά φορά.»
Με μεγάλη προσπάθεια, ο Μάτζιους γύρισε κι έφτυσε το χιτώνα του αποστάτη. Ο Γκάλαν Ντράκος αγρίεψε και τέντωσε την ανοιχτή του παλάμη προς το θύμα του. Ο Μάτζιους ούρλιαξε και το κορμί του αναδιπλώθηκε από το μαρτύριο.
Η Γκουίνεθ κινήθηκε μπροστά. «Δοκίμασε σε μένα τα ξόρκια σου, Γκάλαν Ντράκος.»
Το φάντασμα χαμογέλασε όλο κακία. «Έχω μεγαλύτερη δύναμη απ’ όση νομίζεις, αλλά δε θέλω να τη χρησιμοποιήσω τώρα. Ήρθα απλώς για να δείξω στον Χούμα πόσο ανόητα ήταν τα όνειρά του ότι θα νικήσει.»
Ο Χούμα όρμησε μπροστά, προσπαθώντας απεγνωσμένα να φτάσει το βασανισμένο του φίλο.
Ο Μάτζιους κούνησε αρνητικά το χτυπημένο του κεφάλι. «Μη, Χούμα. Δεν υπάρχει λόγος πια. Νίκησε τον Ντράκος. Μόνο αυτό σου ζητάω.»
Ο Ντράκος σήκωσε και τα δυο του χέρια προς τον Μάτζιους. «Ο χρόνος σου τελείωσε, φίλε μου.»
Με μια χειρονομία, ο αποστάτης έστειλε λόγχες πράσινου φωτός στον αιχμάλωτό του. Οι λόγχες φάνηκαν να διαπερνούν τον Μάτζιους σαν να ήταν ατσάλινες. Εκείνος ταλαντεύτηκε μονάχα μια στιγμή κι ύστερα έπεσε μπροστά και απόμεινε ένας σωρός, πολύ αληθινός, στα πόδια του Χούμα. Ο θάνατός του δεν ήταν παραίσθηση. Ο Χούμα ούρλιαξε και προσπάθησε να κινηθεί. Οι άλλοι προχώρησαν μπροστά, αλλά ο Ντράκος χανόταν ήδη.
«Το τίμημα της απάρνησης, Ιππότη της Σολάμνια. Το τίμημα που θα πληρώσετε όλοι σας σύντομα, εκτός κι αν υποταχθείτε στην κυρά μου.»
«Όχι, αποστάτη» είπε ο ιππότης και σηκώθηκε όρθιος. «Αν κάποιος πρόκειται να πληρώσει κάποιο τίμημα, αυτός θα είσαι εσύ.»
Δεν ήξερε αν τον άκουσε ο Ντράκος, γιατί τις τελευταίες αυτές λέξεις τις είχε πει στον κενό αέρα.
Ο Μπένετ και ο Καζ προχώρησαν παραπατώντας. Ο μινώταυρος μίλησε πρώτος. «Χούμα! Είσαι καλά;»
Χωρίς να του απαντήσει, ο Χούμα κοίταξε έντονα την τσακισμένη μορφή του Μάτζιους.
«Αν ζητάς εκδίκηση, Χούμα, θα σταθώ ευχαρίστως στο πλευρό σου.» Ο Καζ δε συμπαθούσε καθόλου το μάγο, αλλά στο τέλος είχε αρχίσει να τον σέβεται.
Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Η εκδίκηση δεν είναι ο δικός μου τρόπος.» Σήκωσε το χέρι. «Βοηθήστε με να τον γυρίσω.»
Τον γύρισαν. Ήταν παράξενο, αλλά ο μάγος φαινόταν γαλήνιος εκείνη τη στιγμή. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε φανεί τόσο ήρεμος.
Ο Χούμα ακούμπησε απαλά κάτω το κεφάλι του μάγου, έσφιξε τα δόντια και σηκώθηκε μόνος του. Ο Μπένετ και ο Καζ ήταν έτοιμοι να τον βοηθήσουν, αλλά τους έκανε νόημα να απομακρυνθούν. Τελικά κατάφερε να σταθεί όρθιος. Γύρισε και τους κοίταξε όλους.
«Χρειάζομαι τη βοήθειά σας – και των τριών. Είναι καιρός να αποκατασταθεί η ισορροπία. Είναι καιρός να μάθει ο Γκάλαν Ντράκος και η σκοτεινή κυρά του ότι όπου υπάρχει το Κακό πρέπει να υπάρχει και ισορροπία με το Καλό. Ο Μάτζιους ήταν η ζωντανή απόδειξη αυτής της αρχής. Στην εποχή του φόρεσε τους χιτώνες και των τριών Ταγμάτων, τελειώνοντας με το λευκό του Σολίναρι. Ανάμεσα στο Κακό και στο Καλό, το εκκρεμές κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις. Καιρός να κινηθεί προς το μέρος μας.»
«Σκοπεύεις να ψάξεις να βρεις το κάστρο;» ρώτησε ο Μπένετ.