«Ναι. Ζητώ τη βοήθειά σας και όποιου από την ομάδα μας ζει ακόμα. Αν διστάσετε, θα το κατανοήσω γιατί είναι σίγουρη αυτοκτονία.»
Ο Καζ φάνηκε έτοιμος να σκάσει από αγανάκτηση. «Αν νομίζεις ότι θα φύγω από οποιαδήποτε μάχη, και ειδικά από αυτήν εδώ, τότε δεν ξέρεις τίποτα για τη φυλή μου. Μπορεί να μην είμαι Ιππότης της Σολάμνια» αγνόησε την έντονη ματιά του Μπένετ «αλλά ξέρω πότε πρέπει να πολεμήσω. Είμαι μαζί σου.»
Ο Μπένετ έγνεψε καταφατικά. «Θα έρθω. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο θα πουν και όσοι μπορούν να ιππεύσουν ακόμα.»
«Τότε αφήστε με λίγα λεπτά μονάχο. Μπένετ, πες, σε παρακαλώ, στον Μεγάλο Μάγιστρο τι συνέβη εδώ. Ό,τι κι αν γίνει, θα ήθελα να προσφέρει μια σωστή ταφή στον Μάτζιους.»
«Όπως θέλεις.»
Ο μινώταυρος και ο ιππότης έφυγαν. Ο Χούμα κοίταξε τη σορό του Μάτζιους και θυμήθηκε παλιότερους καιρούς. Τον διέκοψε μια θηλυκή φωνή. «Κι εγώ, Χούμα; Αυτή η τραγωδία μάς διέκοψε. Δε σου ζητώ να ανταποκριθείς στα αισθήματά μου. Δεν ελπίζω καν να ανταποδώσεις την αγάπη μου. Θα σου πω αυτό: στο ζήτημα του Γκάλαν Ντράκος και του Κριν, είμαι πάντα η σύντροφός σου. Όταν φτάσεις στο στόμα της δρακοβασίλισσας, θα φτάσεις πετώντας πάνω στη ράχη μου.» Περίμενε μια απάντηση. Ο Χούμα δεν μπόρεσε να πει τίποτα. «Θα περιμένω όταν θα είσαι έτοιμος.»
Τότε άκουσε βήματα. Χάθηκαν, μέχρι που δεν άκουγε τίποτα πια. Ο Χούμα δεν κουνήθηκε από τη θέση του μέχρι που ήρθαν κληρικοί από το Ακροπύργιο και πήραν τον Μάτζιους για να τον μεταφέρουν στον τόπο της ανάπαυσής του.
Ο Χούμα πλησίασε την ομάδα κουτσαίνοντας. Όλα τα αρχικά μέλη της που μπορούσαν ακόμα να ιππεύσουν ήταν έτοιμα. Στο σύνολο ήταν οκτώ άντρες και οκτώ δράκοι. Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ δεν μπορούσε να πάει μαζί τους εξαιτίας των τραυμάτων του, αλλά ήταν εκεί για να τους αποχαιρετήσει.
Ο Χούμα μίλησε πρώτα στον Έιβοντεϊλ. «Κανένα νέο από τους άντρες σου;»
«Καθηλωμένοι αλλά ζωντανοί. Ο Μεγάλος Μάγιστρος σας έστειλε τις χερσαίες δυνάμεις. Προχωρούν. Τα ογκρ ανακόπτουν την πορεία τους.»
Ο Χούμα τού έγνεψε μουδιασμένα. Από όσα του έλεγε ο Ιππότης του Έργκοθ, δεν άκουγε παρά ένα μέρος μονάχα. Ο φόνος του Μάτζιους από τον αποστάτη ήταν μια πράξη απελπισίας, μια προσπάθεια να του τσακίσει το ηθικό. Πραγματικά, ένιωθε τσακισμένος και μπερδεμένος μπαίνοντας στην πιο σημαντική και λαμπρή στιγμή της ζωής του.
«Ευχήσου μας καλή τύχη, κληρικέ.»
«Θα κάνω κάτι καλύτερο.» Ο Έιβοντεϊλ έφερε το χέρι στην αλυσίδα στο λαιμό του. Την τράβηξε πάνω από το κεφάλι του και φανερώθηκε ένα μενταγιόν, κρυμμένο κάτω από την πανοπλία και τα ρούχα του. «Σκύψε.» Ο Χούμα υπάκουσε. Ο Έιβοντεϊλ του πέρασε το μενταγιόν στο λαιμό. «Το αξίζεις περισσότερο από μένα.»
Ο ιππότης πήρε το μενταγιόν στο χέρι του και το κοίταξε. Μια αναπαράσταση του Πάλανταϊν του ανταπόδωσε το βλέμμα. Το ένιωσε όμορφα ζεστό. «Σου είμαι… ευγνώμων.»
«Μη μ’ ευχαριστείς. Βρες τον Ντράκος!»
Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε. Όλοι οι άλλοι είχαν ιππεύσει. Ο Χούμα πλησίασε την ασημένια δράκαινα. Πήγε να της πει κάτι, το σκέφτηκε καλύτερα και ανέβηκε στη ράχη της. Κάποιος του έδωσε τη λόγχη του. Παρατήρησε ότι η λόγχη του πεζικάριου ήταν ξανά στερεωμένη στη δράκαινα.
Με το σινιάλο του απογειώθηκαν, αποφασισμένοι να διασχίσουν τις τάξεις του εχθρού και να αναζητήσουν το οχυρό του μάγου. Ο Χούμα σήκωσε ψηλά τη μικρή πρασινωπή σφαίρα και συγκεντρώθηκε. Τη διέταξε να τους οδηγήσει στο κάστρο.
Η σφαίρα έλαμψε ζωηρά, σηκώθηκε στον αέρα και άρχισε να πετάει προς τα βουνά του ορίζοντα.
Τα οκτώ ζευγάρια την ακολούθησαν.
Η μάχη εξελισσόταν σε σφαγή. Οι δράκοι, παρακινημένοι από το φόβο τους για την κυρά τους, ορμούσαν ξανά και ξανά στους λογχοφόρους. Κάθε φορά απωθούνταν με βαριές απώλειες.
Στο μεταξύ, πάνω από το ένα πέμπτο των λογχοφόρων και των υποζυγίων τους είχε χαθεί, νικημένο από το πλήθος του εχθρού. Το ίδιο υπέφεραν και οι χερσαίες δυνάμεις, ειδικά στην αρχή. Μόλις όμως είδαν την αποτελεσματικότητα των λογχών, οι απώλειες μειώθηκαν. Σε λίγο κανείς δράκος δεν τολμούσε να πλησιάσει. Η μαγική τους δύναμη και οι ανάσες τους εξακολουθούσαν να σκορπίζουν το χάος στις τάξεις των ιπποτών, αλλά και αυτές οι δυνάμεις είχαν τα όριά τους και πολλά από τα παιδιά της Σκοτεινής Βασίλισσας έγιναν εύκολη λεία των ιπτάμενων λογχοφόρων –τόσο πολύ είχαν εξαντληθεί.
Παρά τις προθέσεις τους, ο Χούμα και οι δικοί του δεν μπόρεσαν να αποφυγουν ολότελα τη μάχη γιατί, στο μεταξύ, είχε εξαπλωθεί πάρα πολύ. Κάμποσες φορές πέταξαν χαμηλά για να βοηθήσουν κάποιον που είχε μείνει πίσω και κινδύνευε να τον καταπιεί ο εχθρός. Ωστόσο, τα παιδιά της Τακίσις κάθε άλλο παρά ηττημένα ήταν. Είχαν σχηματίσει ομάδες και χτυπούσαν σε οποιοδήποτε σημείο τους φαινόταν πιο αδύναμο. Πολλοί είχαν ήδη καταφέρει να διασπάσουν τον αντίπαλο και τραβούσαν κατά το Ακροπύργιο. Ο Χούμα ήξερε ότι τους περίμενε μια έκπληξη. Ο Μεγάλος Μάγιστρος δεν ήταν κανένας νεοφώτιστος. Περισσότεροι από πενήντα ιππότες με τους δράκους τους ήταν έτοιμοι να απογειωθούν στη στιγμή.