Εκείνη του ανταπόδωσε το βλέμμα με κάτι που έμοιαζε με περιφρόνηση. «Τα άκουσες όλα.»
Δεν ήταν ερώτηση – και η έκφραση του πελώριου πολεμιστή έδωσε στον Χούμα να καταλάβει ότι τα είχε ακούσει πράγματι όλα. Εξακολουθούσε όμως να μην εμπιστεύεται κανέναν από τους δυο τους.
«Τα άκουσα. Δεν ξέρω τι να πιστέψω.»
«Μπορούσα να σε λιώσω πολύ εύκολα, μινώταυρε.» Η ασημένια δράκαινα σήκωσε το τεράστιο νύχι της για να του το αποδείξει. Αν κάποιος ένιωθε πάνω του τη δύναμη που κρυβόταν πίσω από αυτό το νύχι, δε θ’ απόμεναν πολλά για να τα κλάψει κανείς.
Ο Καζ έστρεψε το βλέμμα του στον Χούμα. «Μου έσωσες μια φορά τη ζωή, ιππότη Χούμα. Φαίνεται ότι μου την έσωσες και πάλι, αλλά αυτή τη φορά με το λόγο.» Ο μινώταυρος κούνησε το κεφάλι. «Ποτέ δε θα μπορέσω να ξεπληρώσω επαρκώς το χρέος μου.»
Ο Χούμα σκυθρώπασε. Πάλι χρέη! «Δε θέλω τίποτα από σένα, εκτός από ειρήνη. Θα αφήσεις το τσεκούρι;»
Ο μινώταυρος ίσιωσε το κορμί του, έριξε άλλη μια ματιά στην τεράστια μορφή μπροστά του και ξανάβαλε διστακτικά το τσεκούρι στη θήκη του. «Όπως έλεγα, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Τι θα απογίνω;»
Η δράκαινα ρουθούνισε στέλνοντας συννεφάκια καπνού στον αέρα. «Δε μ’ ενδιαφέρεις. Αυτό ας το αποφασίσει ο Χούμα.»
«Εγώ;»
«Μέχρι τώρα επέδειξες εξαιρετική κρίση. Μακάρι οι γήινες φυλές να έδειχναν την ίδια κοινή λογική.» Στη φωνή της δράκαινας δεν υπήρχε ίχνος κοροϊδίας.
Το κομπλιμέντο, προερχόμενο από ένα πλάσμα τόσο μεγαλόπρεπο όσο μια ασημένια δράκαινα, προκάλεσε μια παράξενη ικανοποίηση στον Χούμα. Σκέφτηκε προσεκτικά για λίγα λεπτά, παραμερίζοντας διάφορες ιδέες που είχαν μισοσχηματιστεί στο μυαλό του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και ύστερα στράφηκε στο μινώταυρο. «Πρέπει να βρούμε τη φάλαγγα. Αν θες πραγματικά να φανερώσεις τον εαυτό σου και στους άλλους, εκτός από εμένα, θα πρέπει να τους πεις όλα όσα ξέρεις για τις κινήσεις των ογκρ και να τους κάνεις να σε πιστέψουν.» Ο Χούμα σώπασε. «Φαντάζομαι πως όντως ξέρεις κάτι χρήσιμο, ε;»
Ο Καζ το σκέφτηκε κάμποσο. Έπειτα γρύλισε. «Ξέρω περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε. Αν μπορέσεις να τους πείσεις να μη με σκοτώσουν με την πρώτη ματιά, θα κάνω αυτό που λες. Ίσως η βοήθεια που θα σας δώσω να επισπεύσει τον ερχομό της μέρας που θα λευτερωθούν οι δικοί μου.»
«Πρέπει να μου δώσεις το τσεκούρι.»
Ο μινώταυρος έβγαλε ένα θυμωμένο μουγκρητό. «Δεν μπορώ να πάω κοντά τους άοπλος! Θα ήταν ατιμωτικό! Δεν κάνουμε έτσι εμείς!»
Ο Χούμα ένιωσε το θυμό του να φουντώνει. «Δεν είσαι με τους δικούς σου! Είσαι με τους δικούς μου! Αν πας κοντά τους οπλισμένος μ’ αυτό το τεράστιο τσεκούρι, δεν υπάρχει ελπίδα συμβιβασμού. Στην καλύτερη περίπτωση, θα σε πιάσουν αιχμάλωτο. Στη χειρότερη, θα σε σκοτώσουν.»
Η δράκαινα κοίταξε το μινώταυρο με τα λαμπερά της μάτια. «Ο ιππότης έχει δίκιο. Καλά θα κάνεις να τον ακούσεις.»
Ο Καζ γρύλισε, ρουθούνισε κι επικαλέστηκε τα ονόματα πέντε-έξι επιφανών προγόνων του, αλλά τελικά συμφώνησε να παραδώσει το όπλο του στον Χούμα όταν θα ερχόταν η ώρα.
Η ασημένια δράκαινα άπλωσε τα τεράστια φτερά της. Ήταν υπέροχο πλάσμα, η ίδια η έννοια της δύναμης και της ομορφιάς σε ένα σώμα. Ο Χούμα είχε δει υφαντά, ξύλινα ανάγλυφα και γλυπτά στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ που προσπαθούσαν να αποδώσουν την ουσία των δράκων. Σε σύγκριση με το ζωντανό πλάσμα, δεν ήταν παρά κακές απομιμήσεις.
«Πετούσα προς τους δικούς μου στο Βόρειο Έργκοθ, όταν σας είδα. Η περίπτωση ήταν μοναδική. Μου κίνησε το ενδιαφέρον κι έτσι αποφάσισα να προσγειωθώ» είπε. «Πρέπει να συνεχίσω το δρόμο μου, αλλά δε θα λοξοδρομήσω πολύ αν σας πάω στον προορισμό σας.»
Στη σκέψη μιας ουράνιας πτήσης πάνω στην πλάτη ενός από τους θρυλικούς δράκους, ο Χούμα κόντεψε να λιποθυμήσει. Ήξερε ότι υπήρχαν ιππότες που πολεμούσαν καβάλα στα πελώρια πλάσματα και μάλιστα μιλούσαν μαζί τους, αλλά τέτοια τιμή δεν είχε ξαναγνωρίσει.
«Πώς θα κρατιόμαστε;»
«Αν πετάω αργά, δε θα δυσκολευτείτε να πιαστείτε με τα χέρια και τα πόδια σας. Το έχουν κάνει πολλοί άλλοι, αν κι εσείς θα είστε οι πρώτοι που θα πετάξετε μαζί μου. Θα γλιτώσετε πολύ χρόνο και πολλές δοκιμασίες.» Χαμήλωσε το κεφάλι της στο ύψος του δικού του.
Ο Χούμα θα πετούσε! Ο Μάτζιους του είχε πει κάποτε ότι αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που μπήκε στις τάξεις των μάγων –να πετάει μέσα στα σύννεφα.
Ο Χούμα ανέβηκε στο μακρύ καμπύλο λαιμό ακριβώς πάνω από τους ώμους και δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει στη δράκαινα που είχε γυρίσει και τον κοίταζε. Ήξερε ότι καταλάβαινε πολύ καλά τον ενθουσιασμό του. Κοκκινίζοντας ελαφρά, ο Χούμα έτεινε το χέρι του στον Καζ. Ο μινώταυρος κοίταξε το τεντωμένο χέρι και την πλάτη της δράκαινας.