Выбрать главу

Οι κόκκινοι δράκοι πλησίασαν. Ο Χούμα άνοιξε και τα δυο του χέρια κι ένωσε κατόπιν τις παλάμες του, σαν να χειροκροτούσε.

Οι ιππότες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, μία αριστερά και μία δεξιά.

Ο ελιγμός τους προκάλεσε σύγχυση στους αντιπάλους. Οι κακόβουλοι δράκοι δίστασαν και ύστερα η τάξη τους άρχισε να καταρρέει, καθώς ο καθένας τους άλλαζε θέση για να προφυλαχτεί από τις φονικές λόγχες. Έτσι όμως έγιναν μπουλούκι κι αυτό ήταν ακόμα πιο επιζήμιο. Δύο κόκκινοι δράκοι συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Ο Χούμα κάρφωσε με τη λόγχη του έναν άτυχο δράκο. Οι άλλοι επιτέθηκαν. Η πεμπτουσία αυτής της επίθεσης ήταν η ταχύτητα.

Οι ιππότες δεν έχασαν χρόνο και άρπαξαν την ευκαιρία. Αποφεύγοντας την πύρινη ανάσα ενός κόκκινου, η ασημένια δράκαινα έφερε τον Χούμα και τη λόγχη του ακριβώς μπροστά στο υπογάστριό του. Η Δρακολόγχη βυθίστηκε μέσα του ανεμπόδιστα και ο κόκκινος ταλαντεύτηκε. Ο αναβάτης του, συνειδητοποιώντας ότι η λόγχη του ήταν άχρηστη κάτω από αυτή τη γωνία, προσπάθησε μανιασμένα να τραβήξει το τόξο που είχε περασμένο στην πλάτη. Δεν πρόλαβε. Ο δράκος του συσπάστηκε και, προς μεγάλη έκπληξη του Χούμα, πήρε φωτιά κι έγινε στάχτη μαζί με τον αναβάτη του.

Ο Χούμα έριξε μια γοργή ματιά στο μαυροντυμένο αρχηγό των φρουρών, τη στιγμή που χτυπούσε έναν ανυποψίαστο χρυσό δράκο στο λαιμό με μια από τις κλεμμένες λόγχες. Ο δράκος συσπάστηκε βίαια και τραβήχτηκε από τη λόγχη. Η πληγή ήταν βαθιά. Ο χρυσός δράκος άρχισε να χτυπιέται, τινάζοντας στον αέρα τον αναβάτη του. Η πληγή του φάνηκε να εκρήγνυται. Ο Χούμα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον άτυχο αναβάτη, γιατί εκείνη τη στιγμή ο φρουρός έστρεφε το δράκο του ενάντια στον ίδιο.

Το αίμα του χρυσού δράκου έσταζε από την αιχμή της λόγχης και ο Χούμα πρόσεξε στιγμιαία ότι το όπλο είχε μαυρίσει, πράγμα που δεν είχε ξανασυμβεί. Έπειτα οι δυο δράκοι βρέθηκαν να βρυχώνται με νύχια γυμνά και στόματα ορθάνοιχτα, σε μια τρομακτική επίδειξη αγριότητας.

Η ασημένια δράκαινα επιτέθηκε στον κόκκινο. Και οι δυο λόγχες ήταν σε τέλεια θέση για να χτυπήσουν και ο Χούμα δεν έβλεπε πώς θα μπορούσε να εμποδίσει το θάνατο της Γκουίνεθ –επιτέλους, είχε μπορέσει να τη σκεφτεί με το όνομά της. Οι λόγχες τινάχτηκαν μπροστά και ο ιππότης πρόφερε μια μονοσύλλαβη επίκληση στον Πάλανταϊν.

Η αιχμή της κλεμμένης Δρακολόγχης άγγιξε τη δεξιά πλευρά του ακάλυπτου στήθους της δράκαινας και μετά γλίστρησε πάνω στα πλευρά της και την προσπέρασε, τρυπώντας χαμηλά τη μεμβράνη της φτερούγας της.

Η λόγχη του Χούμα συνέχισε την πορεία της και τρύπησε τον κόκκινο δράκο τόσο βαθιά που βγήκε από την πλάτη του. Η Γκουίνεθ αναγκάστηκε να παλέψει με το ετοιμοθάνατο πλάσμα για να μπορέσουν να απαλλαγούν από αυτό. Η πληγωμένη της φτερούγα δυσκόλευε τα πράγματα.

Ο μαυροντυμένος ιππέας άρπαξε την ευκαιρία και λύθηκε από τη σέλα του ετοιμοθάνατου δράκου του κι άρχισε να σέρνεται γρήγορα προς τα εμπρός. Η ασημένια δράκαινα, απασχολημένη από την πάλη της με το δράκο, δεν τον πρόσεξε, μέχρι που πήδησε πάνω της και πίσω από τον Χούμα. Τώρα πια δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό χωρίς να βάλει τον Χούμα σε κίνδυνο.

Ο φρουρός άρπαξε γερά τον ώμο της κι άπλωσε το χέρι του στο θηκάρι που είχε περασμένο στην πλάτη του. Το σπαθί που τράβηξε ήταν ένα βαρύ, φονικό όπλο με μικρά δόντια σε όλο το μήκος των ακμών του.

Η λεπίδα του Χούμα φάνηκε να υστερεί θλιβερά, αλλά, μη έχοντας κάτι άλλο, ο ιππότης γύρισε να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τον εχθρό του. Τα δυο όπλα βρόντησαν το ένα πάνω στο άλλο και το σπαθί του ιππότη μπλέχτηκε στις εγκοπές και παραλίγο να του φύγει από το χέρι.

Με τρομερή προσπάθεια, η ασημένια δράκαινα κατάφερε επιτέλους να λευτερωθεί από το τεράστιο κουφάρι. Ενώ αυτό έπεφτε κυκλικά στη γη, η Γκουίνεθ βρήκε τρόπο να πετάξει από πάνω της το μαυροντυμένο πολεμιστή χωρίς να χτυπήσει τον Χούμα.

Στο μεταξύ, κανείς από τους δύο πολεμιστές δεν είχε κερδίσει κάποιο πλεονέκτημα. Ο Χούμα ήταν σε πιο σίγουρη θέση, αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει εύκολα. Ο φρουρός, καβάλα στο κάτω μέρος του κορμιού της δράκαινας, έπρεπε να διατηρήσει την ισορροπία του για να μην πέσει. Δεν είχε τρόπο να κρατηθεί καλύτερα.

Ο ιππότης τράβηξε βίαια τα λουριά που τον συγκρατούσαν στη σέλα και σύρθηκε μπροστά για να κερδίσει λίγο χώρο, ενώ ταυτόχρονα στρεφόταν προς τα πίσω. Ο άλλος προσπάθησε να τον χτυπήσει με την οδοντωτή του λεπίδα, αλλά αστόχησε. Ο Χούμα, που τον κοίταζε πλέον καταπρόσωπο, άπλωσε το χέρι του πάνω από τη σέλα και του κατάφερε ένα χτύπημα στο πλευρό. Ο αντίπαλός του απέκρουσε το χτύπημα κι έπιασε του σπαθί του Χούμα στις εγκοπές του δικού του ξίφους. Πάλεψαν προσπαθώντας να πετάξουν πέρα ο ένας το σπαθί του άλλου.