Αυτή η πάλη αποδείχτηκε μοιραίο σφάλμα για το φρουρό. Η θέση του Χούμα του επέτρεπε να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια. Ο άλλος δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο. Ο μαύρος φρουρός άπλωσε το άλλο χέρι του για να μη χάσει το σπαθί του – κι έχασε την ισορροπία του. Γλίστρησε από τη ράχη της δράκαινας. Προσπάθησε να αρπαχτεί από τα φτερά της, αλλά εκείνη τα απομάκρυνε και ο αρχηγός της Μαύρης Φρουράς ανέμισε άγρια τα χέρια του στον αέρα κι έπεσε σαν μολύβι από το πλάι της δράκαινας ουρλιάζοντας.
Ο Χούμα κοίταξε επάνω. Ο Καζ με τον Κεραυνό κοίταζαν και οι δυο τη σκηνή με μια κοινή έκφραση θριάμβου.
Πράγμα περίεργο, οι δρακοκαβαλάρηδες είχαν χάσει μόνο έναν άντρα στη μάχη. Ο Χούμα ευχαρίστησε τους θεούς που δεν είχαν χαθεί περισσότεροι, αλλά αναρωτήθηκε τι άλλο τους περίμενε.
Τότε ο αέρας γύρω τους άρχισε να λαμπυρίζει και ο Χούμα, αφού δέθηκε ξανά στη σέλα, προς στιγμή νόμισε ότι δέχονταν καινούρια επίθεση. Το λαμπύρισμα –που το συνόδευε ένα δυνατό κρύο– τους μπέρδευε. Ολόκληρη η οροσειρά φάνηκε να παραμορφώνεται, λες και πετούσαν σε διάφορες κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Ο Χούμα δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να κρατιέται γερά και να εύχεται να περάσει σύντομα.
Ίσως ο Πάλανταϊν να τον άκουσε ή να διέσχισαν το όποιο ξόρκι του Ντράκος, γιατί η παράξενη ανατάραξη σταμάτησε ξαφνικά και, όταν άνοιξε ξανά τα μάτια του, ο Χούμα είδε τα βουνά και πάλι όπως πριν.
Εκτός από ένα πρόσθετο στοιχείο – ένα ψηλό, κατάμαυρο κάστρο, σκαλωμένο στο πλάι μιας απόκρημνης κορυφής.
Ήταν το κάστρο του Γκάλαν Ντράκος, του αποστάτη και υπηρέτη της Τακίσις, της δρακοβασίλισσας.
Ο τόπος της τελικής νίκης ή της αιώνιας ήττας.
Κεφαλαίο 29
Το κάστρο υψωνόταν σαν κακοφορμισμένη πληγή στη βορειότερη πλευρά της έρημης κορυφής. Πιο μαύρο κι από τη νύχτα, πιο μαύρο κι από τις εβένινες πανοπλίες των φρουρών, μόνο με την άβυσσο των εφιαλτών του Χούμα μπορούσες να το συγκρίνεις – τόσο κακό μέρος ήταν. Ο Χούμα αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να περιμένει να μαζέψει περισσότερους λογχοφόρους. Όμως δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής πια. Έπρεπε να πολεμήσουν με τη δρακοβασίλισσα.
«Τι θα κάνουμε, Χούμα;» Η ασημένια δράκαινα γύρισε και τον κοίταξε. Στα μάτια της έβλεπες το θάνατο – όχι του ιππότη αλλά μάλλον του εαυτού της. Ο Χούμα κατάλαβε ότι εκείνη είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να γίνει δική του. Θέλησε να της πει κάτι, οτιδήποτε, αλλά δεν μπόρεσε. Δεν μπόρεσε να μιλήσει σε αυτό το τόσο αλλόκοσμο, φιδίσιο πρόσωπο. Ντράπηκε.
«Θα βρούμε τρόπο να μπούμε. Να βρούμε τον Γκάλαν Ντράκος.»
Βλέποντάς το από κοντά, το κάστρο ήταν ακόμα πιο απαίσιο. Λες και σάπιζε μπροστά στα μάτια τους. Μικρά κομμάτια κονιάματος έπεφταν κάθε τόσο, αλλά δε φαινόταν να χάνει την υπόστασή του. Μαραμένες κληματόβεργες τύλιγαν τα εξωτερικά του τείχη και ενώ ο Χούμα αναρωτιόταν πώς γινόταν να ευδοκιμούν σ’ αυτό το κρύο οι κληματίδες, παρατήρησε πως φαίνονταν σαν να μαραίνονταν από καιρό.
Απαίσια γκαργκόιλ φυλούσαν τις επάλξεις. Από κοντά δεν έδειχναν δαιμονικά πλάσματα, αλλά έργα κάποιου τρελού γλύπτη.
Δύο πύργοι υψώνονταν πάνω από καθετί άλλο. Ο ένας τους έμοιαζε με φυλάκιο, γιατί ήταν χτισμένος στο απώτατο άκρο, μακριά από το βουνό, παρέχοντας σε όποιον βρισκόταν στην κορυφή του μια φανταστική θέα τόσο της οροσειράς όσο και των πεδιάδων στα ανατολικά.
Ο άλλος πύργος φαινόταν εντελώς παράταιρος. Ήταν φαρδύς, καταλαμβάνοντας περίπου το ένα τέταρτο του εσωτερικού χώρου. Ενώ το υπόλοιπο κάστρο φαινόταν ετοιμόρροπο από τα χρόνια, ο πύργος έδειχνε καινούριος και σχεδόν άθικτος. Ο Χούμα δεν είχε καμία αμφιβολία ότι σ’ αυτόν θα έβρισκε τον αποστάτη.
«Δεν υπάρχουν υπερασπιστές!» φώναξε ο Μπένετ.
Ούτε ένας σκοπός δεν περιπολούσε στα τείχη. Κανείς δεν υπήρχε στο φρούριο, ούτε υπήρχαν φρουροί στο προαύλιο. Ολόκληρο το οικοδόμημα έμοιαζε εγκαταλειμμένο, αν και ο Χούμα ήξερε καλά ότι ο Γκάλαν Ντράκος τους περίμενε.
Στράφηκε στους άλλους. «Σκορπιστείτε! Θα μπω μόνος.»
Από κάτω του η ασημένια δράκαινα ταλαντεύτηκε, αλλά συνέχισε να κοιτάζει ίσια μπροστά της. Ο Καζ δεν ήταν το ίδιο σιωπηλός.
«Να σκορπιστούμε; Τρελάθηκες; Φαντάστηκες πως θα σε παρατούσαμε;»
«Ο Ντράκος με περιμένει. Έτσι θα γίνει.»
Ο Μπένετ έφερε το δράκο του πιο κοντά. «Αυτό δε θα το επιτρέψω.»
«Πραγματικά, Χούμα, είναι τρέλα» είπε ο χρυσός δράκος που ίππευε ο Μπένετ.