Выбрать главу

Με μια αιφνίδια κίνηση που έκανε τον Χούμα να αρπαχτεί από το μπροστάρι της σέλας του, η ασημένια δράκαινα βυθίστηκε προς το κάστρο, αφήνοντας τους άλλους δύο με το στόμα ανοιχτό. Είχε πάρει την πρωτοβουλία. Μπορούσαν να τους ακολουθήσουν, αλλά δεν τους προλάβαιναν.

Το προαύλιο ήταν ακριβώς από κάτω τους. Ο Χούμα θαύμασε το μέγεθος του κάστρου. Ο Γκάλαν Ντράκος δεν μπορούσε να έχει τόση δύναμη ώστε να μπορεί να διατηρεί το κάστρο του για πάντα στο πλάι της κορυφής, μακριά από τα μάτια του κόσμου και ταυτόχρονα να μπορεί να κάνει και όλα τα υπόλοιπα.

Σκεφτόταν ακόμα, όταν κάτι χτύπησε τον ίδιο και την Γκουίνεθ με τρομερή δύναμη. Κάτι που έμοιαζε με γιγάντιο χέρι τον άρπαξε από τη σέλα.

Ο κόσμος χάθηκε.

Ξύπνησε σ’ ένα στενό διάδρομο που τον φώτιζε ένας δαυλός μονάχα. Οι τοίχοι ήταν από κρύα πέτρα και μύριζαν μούχλα. Ο Χούμα ένιωσε ναυτία.

Γιατί βρισκόταν εκεί; Αν ήταν μια παγίδα στημένη και ενεργοποιημένη από τον Ντράκος, γιατί να μην τον έχει φυλακίσει σε κάποιο μπουντρούμι, αφαιρώντας του όπλα και πανοπλία;

Τα όπλα του. Έφερε το χέρι στο πλευρό του κι ένιωσε τη λαβή του σπαθιού του. Ύστερα από μια σύντομη επιθεώρηση διαπίστωσε ότι είχε και τα μαχαίρια του. Τι κόλπο ήταν αυτό;

Μια μεταλλική κλαγγή τον ειδοποίησε για την παρουσία κάποιων αρματωμένων μορφών στο βάθος ενός πλαϊνού διαδρόμου. Τράβηξε προσεκτικά το σπαθί του. Δεν εμπιστευόταν αρκετά τους διαδρόμους για να τους διατρέξει στα τυφλά. Του θύμιζαν υπερβολικά τις σήραγγες της σπηλιάς όπου τον είχε κυνηγήσει ο Γουιρμφάδερ.

Με το σπαθί ορθωμένο, στάθηκε στη δεξιά μεριά της διασταύρωσης των διαδρόμων κρατώντας την ανάσα του. Όπως τους λογάριαζε, ήταν τουλάχιστον δύο. Είχε ελπίδες να σκοτώσει τον πρώτο και ίσως και το δεύτερο, αλλά όχι κι έναν τρίτο χωρίς να σημάνει συναγερμός.

Φάνηκε μια σκουρόχρωμη μπότα. Η γνώριμη εβένινη πανοπλία κινήθηκε στ’ αριστερά. Ένας δεύτερος φρουρός ακολούθησε τον πρώτο. Ο Χούμα κράτησε την ανάσα του.

Ένα γαντοφορεμένο χέρι τινάχτηκε προς τη μακριά, φονική λεπίδα που ο Χούμα είχε δει νωρίτερα στα χέρια του αρχηγού των ιππέων. Ο πρώτος φρουρός στράφηκε προς την κατεύθυνση του ήχου και πήγε να τραβήξει το σπαθί του. Αν και ο δεύτερος φρουρός είχε δει τον Χούμα, δεν πρόλαβε να τραβήξει εγκαίρως το δικό του σπαθί. Ο Χούμα τού τρύπησε το λαιμό πριν καν εκείνος βγάλει τη μισή οδοντωτή λεπίδα από το θηκάρι της.

Ο Χούμα έσκυψε για να αποφύγει μια οριζόντια σπαθιά του δεύτερου φρουρού και οι τοίχοι αντήχησαν. Η λεπίδα του φρουρού έκοψε βαθιά την πέτρα, αλλά βγήκε εύκολα. Ο Χούμα απέκρουσε μια δεύτερη επίθεση και ύστερα πήρε την πρωτοβουλία.

Ο αντίπαλός του ήταν καλός, αλλά όχι σαν τον καλογυμνασμένο Ιππότη της Σολάμνια. Η μαυροντυμένη φιγούρα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε την ικανότητα να νικήσει τον ανεπιθύμητο και οι αποκρούσεις του έγιναν όλο και πιο αδέξιες. Ο Χούμα τον ανάγκασε να σηκώσει ψηλά το σπαθί του και τον κλότσησε. Ήταν πολύ κοντά για να μπορέσει να τον αποφύγει. Έπεσε πίσω και προσπάθησε να συνέλθει και ο Χούμα τον διαπέρασε με το σπαθί του.

Ο θόρυβος θα έφερνε σίγουρα κι άλλους.

Ο Χούμα κοίταξε τόσο το διάδρομο απ’ όπου είχαν έρθει οι φρουροί όσο κι εκείνον που είχαν ακολουθήσει στη διασταύρωση. Και οι δυο φαίνονταν να συνεχίζονται επ’ άπειρο.

Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, άρχισε να προχωρεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν πίσσα σκοτάδι και αναγκαζόταν να ψηλαφά τους τοίχους για να είναι σίγουρος ότι δε θα του ξέφευγε κάποιος πλαϊνός διάδρομος ή κάποια διασταύρωση.

Που ήταν η ασημένια δράκαινα; αναρωτήθηκε. Που ήταν η Γκουίνεθ; Διόρθωσε τον εαυτό του. Όποιο σχήμα και μορφή και αν έπαιρνε, ήταν η Γκουίνεθ. Αυτό το καταλάβαινε, κι ας μην καταλάβαινε τα ίδια του τα συναισθήματα. Κάπου έπρεπε να βρίσκεται, σκέφτηκε. Ίσως να περιπλανιόταν κι εκείνη άσκοπα σε κάποιο σκοτεινό μέρος του κάστρου, αναζητώντας τον μάταια.

Από μια παρόρμηση, τράβηξε το μενταγιόν από το στήθος του και το έφερε κοντά του. Η ζέστη του τον πλημμύρισε κι αυτό άρχισε να λάμπει με μια ένταση όμοια με των Δρακολογχών. Εκείνη τη στιγμή μια φωνή αντήχησε από την άκρη του διαδρόμου.

Δυο φωνές μιλούσαν ψιθυριστά. Δεν ήταν μέλη της φρουράς του πολέμαρχου, γιατί εκείνοι, όπως είχε παρατηρήσει ο Χούμα, μιλούσαν σπάνια. Μάγοι – αλλά ήταν άραγε αποστάτες ή από αυτούς που είχαν ορκιστεί να βοηθήσουν τους ιππότες;

Με το σπαθί του έτοιμο, ο ιππότης βλαστήμησε από μέσα του την απουσία αληθινού φωτός. Η μαγεία ήταν φίλη των μάγων γιατί, σαν τους εκτελεστές, έτσι και οι μάγοι ήταν διαβόητοι για τα αυτοσχέδια τεχνάσματά τους. Ο Χούμα έλπισε να μπορέσει να τους σκοτώσει γρήγορα και τους δύο.