Выбрать главу

Ο χοντρός μάγος τού αράδιασε μια σειρά από στροφές και αποστάσεις, την επανάλαβε και ύστερα τον ρώτησε αν την είχε απομνημονεύσει. Την είχε.

«Θα προσπαθήσουμε να λευτερώσουμε τη δράκαινα αν μπορέσουμε. Αλλιώς…» Ο μάγος σήκωσε τους ώμους.

«Και οι άλλοι σύντροφοί μου;»

«Αυτοί έφυγαν όταν φάνηκε η παγίδα. Δεν ξέρω αν θα γυρίσουν. Ίσως γύρισαν πίσω στο Βίνγκααρντ.»

Ο Χούμα τον αγνόησε. Ήταν σίγουρος ότι οι άλλοι ήταν κάπου κοντά κι ετοίμαζαν κάποιο σχέδιο. Καλύτερα να συνέχιζε τη δράση του.

Βήματα αντήχησαν στο διάδρομο. Οι δύο μάγοι πήδησαν κυριολεκτικά στον αέρα.

«Φύγε» του ψιθύρισε ο αδύνατος.

Με βήματα γοργά, ο Χούμα απομακρύνθηκε από τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα. Άκουσε αμυδρά φωνές και συνειδητοποίησε ότι οι δύο μάγοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κερδίσουν χρόνο για τον ίδιο.

Μπροστά του είδε τις σκιές κάποιων αρματωμένων. Βούτηξε σε έναν άλλο διάδρομο και περίμενε.

Έξι φρουροί πέρασαν αθόρυβα, με την προσοχή τους στραμμένη στα όποια καθήκοντά τους. Αν εκτιμούσε σωστά την κατάσταση, οι φρουροί πήγαιναν να τους κυκλώσουν – αν δε σκόπευαν να τους σκοτώσουν αμέσως. Αυτό σήμαινε ότι ο Χούμα θα έπρεπε να τα βάλει μονάχος του με τον Γκάλαν Ντράκος και την κακόβουλη θεά του.

Στην επόμενη στροφή βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε τρία λαμπρά φωτισμένα περάσματα και κοντοστάθηκε.

Φωνές. Ο Χούμα σύρθηκε πιο κοντά και τότε αναγνώρισε τη μία και κοκάλωσε.

«Ξέρεις τι να κάνεις με το πετράδι, Γκάρις;»

«Το μέρος επιλέχτηκε, Άρχοντα Γκάλαν. Θα περιμένουμε εκεί το σινιάλο σου.»

«Απλή ασφάλεια είναι, Γκάρις. Εκείνη το απαίτησε – αλλά όταν έρθει η ώρα, στο δικό μου σήμα θα υπακούσετε. Κατάλαβες;»

Ο λεγόμενος Γκάρις απάντησε με σφυριχτή φωνή. Ο Χούμα υποπτεύθηκε ότι ο Ντράκος τον είχε υπνωτίσει για να τον υπακούει καλύτερα.

Σίγουρος προφανώς ότι θα τον υπάκουε, ο Γκάλαν Ντράκος διέταξε τον άλλο να φύγει αμέσως. Ο Χούμα τραβήχτηκε, αλλά ο Γκάρις –αποστάτης προφανώς κι εκείνος σαν τον αφέντη του, μια και φορούσε απλό γκρίζο μανδύα και όχι μαύρους χιτώνες– δεν έφυγε από την είσοδο. Αντίθετα, τα βήματά του χάθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Η αίθουσα είχε περισσότερες εισόδους. Ανήσυχος, ο Χούμα προχώρησε προς την αίθουσα από έναν άλλο διάδρομο. Αργά, έσκυψε και κοίταξε μέσα στην αίθουσα.

Το σχέδιο της αίθουσας –αν μη τι άλλο– ξεπερνούσε σε φρίκη όλο το υπόλοιπο κάστρο. Τεράστιες δαιμονικές μορφές στέκονταν στους τοίχους, έτοιμες, λες, να πέσουν πάνω σε κάθε ανυποψίαστο παρείσακτο. Ο Χούμα ανατρίχιασε σε αυτή τη σκέψη. Κυρίαρχη θέση μέσα στην αίθουσα κατείχε μια εξέδρα από κάποιο υλικό που έμοιαζε με μαύρο κρύσταλλο. Υψωνόταν σε τέσσερις κερκίδες και στην τελευταία υπήρχε μια λαμπερή, σμαραγδένια σφαίρα.

Ο ιππότης τραβήχτηκε γρήγορα. Πραγματικά, ο Ντράκος ήταν εκεί και στεκόταν μπροστά στη σφαίρα, με την πλάτη γυρισμένη στον Χούμα. Η παρουσία του μάγου ήταν αναμενόμενη, αλλά, ήρεμος πίσω από τη σφαίρα και κοιτάζοντάς την έντονα, ήταν καθισμένος ένας πράσινος δράκος με μέγεθος τριπλάσιο από το ανθρώπινο.

Τέτοιο δράκο δεν είχε ξαναδεί ο Χούμα. Αυτό τον ανησύχησε. «Βλέπεις λοιπόν γιατί έχω πάντα το επάνω χέρι, φίλε μου;»

«Μεγάλος είσαι, Άρχοντα Γκάλαν» σφύριξε ο νεαρός δράκος. Είχε φωνή σκληρή και ύπουλη, ακόμα και για το είδος του. Από τα λίγα που ήξερε για αυτούς ο Χούμα, οι πράσινοι δράκοι ήταν οι πιο κακόβουλοι γιατί χρησιμοποιούσαν συχνά την απάτη και την προδοσία. Η τίμια μάχη δε συγκαταλεγόταν στις συνήθειές τους, αλλά τους σέβονταν όλοι, και για τις φυσικές τους ικανότητες, και για το μυαλό τους – μυαλό διεστραμμένο και ύπουλο.

«Ο Σάιαν Μπλάντμπεϊν μαθαίνει πολλά παρακολουθώντας τον Άρχοντα Γκάλαν.»

Το γέλιο του αποστάτη ήταν το ίδιο σκληρό και ύπουλο με τη φωνή του δράκου. «Ο Σάιαν Μπλάντμπεϊν δε θα φτάσει ποτέ εκεί που μπορεί, αν σκεφτεί ποτέ να χειραγωγήσει εμένα. Είσαι ένα πείραμα, Σάιαν. Χάρη σε μένα έφτασες να καταλαβαίνεις τη σκέψη των ανθρώπων, των ξωτικών, των νάνων και όλων των άλλων φυλών καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο της ράτσας σου. Όταν μεγαλώσεις εντελώς, το όνομά σου θα σπέρνει τον τρόμο ακόμα και στα όνειρά τους – αλλά όχι αν σκεφτείς να με προδώσεις.»

Κάποιος άρχισε να πνίγεται ανεξέλεγκτα και ο Χούμα αναρωτήθηκε μήπως ο δράκος είχε αποφασίσει να δώσει τέλος στον αλαζονικό λόγο του μάγου. Την επόμενη στιγμή άκουσε τον Σάιαν Μπλάντμπεϊν να ζητάει συγνώμη σαν τρελός.

«Ο Άρχοντας Γκάλαν είναι πανίσχυρος. Όχι άλλο! Σε παρακαλώ!»

«Αυτή η αίθουσα έχει αρχίσει να βρομάει υπερβολικά από τη γεμάτη χλώριο ανάσα σου. Φύγε! Όταν σε θελήσω ξανά, θα σε καλέσω.»

«Μάλιστα, αφέντη!» Φτερούγες πλατάγισαν και ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι η αίθουσα είχε και μια εξωτερική είσοδο κάπου ψηλά.