Выбрать главу

Ο ήχος των βημάτων του έδωσε να καταλάβει ότι ο Γκάλαν Ντράκος απομακρυνόταν. Ο Χούμα τόλμησε να κρυφοκοιτάξει ξανά και είδε την πλάτη του μάγου πριν χαθεί μέσα σε μια στοά. Καθώς έφευγε, οι δαυλοί της αίθουσας φάνηκαν να χαμηλώνουν.

Ο Χούμα μπήκε στην αίθουσα. Περίμενε κάποια μαγική παγίδα, αλλά δεν έγινε το παραμικρό.

Με προσεκτικά, μετρημένα βήματα, προχώρησε προς τη μαύρη κρυστάλλινη εξέδρα και κοίταξε τη μεγάλη σφαίρα. Ίσως αυτή να έλκυε τη μικρή πράσινη μπαλίτσα, σκέφτηκε. Ίσως έτσι έκρυβε την ύπαρξη του κάστρου από τον υπόλοιπο κόσμο ο Γκάλαν Ντράκος… ίσως…

Ένα κύμα απώθησης τον χτύπησε και τον έκανε να παραπατήσει. Παραλίγο να του πέσει το σπαθί. Συνειδητοποίησε θολά ότι προερχόταν από τη σφαίρα. Έκλεισε στιγμιαία τα μάτια του και συγκεντρώθηκε. Το μίσος χάθηκε και τη θέση του πήρε μια περιφρόνηση ανάκατη με χιούμορ, λες και κάποιος τον κορόιδευε – κορόιδευε την ίδια του την ύπαρξη. Άνοιξε με το ζόρι τα μάτια, ξέροντας τι θα έβλεπε – αρνούμενος να του επιτρέψει να τον πτοήσει.

Ήταν εκεί και τον κοίταζε από κάπου, μέσα από τη σφαίρα.

Η Τακίσις.

Πράγμα περίεργο, πρώτη σκέψη του Χούμα ήταν αν ο Γκάλαν Ντράκος ήξερε ότι η θεά μπορούσε να έρχεται στην αίθουσα. Μήπως υποψιαζόταν –όπως άρχισε να υποψιάζεται και ο Χούμα– ότι, σύμφωνα με τις διαταγές του στον υπνωτισμένο υπηρέτη του, ο Ντράκος σχεδίαζε κάτι εναντίον της; Σίγουρα υποπτευόταν ότι κάποιος φιλόδοξος σαν τον αποστάτη δε θα ικανοποιούνταν παρά μόνο αν είχε τον έλεγχο των πάντων. Γι’ αυτό χαμογελούσε άραγε;

Χαμογελούσε; Στην αρχή δεν υπήρχε πραγματικό πρόσωπο, τώρα όμως η Σκοτεινή Βασίλισσα άφηνε να φαίνονται τα μάτια, η μύτη και το στόμα της. Ήταν ένα πρόσωπο γεμάτο θηλυκότητα, παρ’ όλο που, αν ήθελε, θα μπορούσε να εμφανιστεί και σαν αρματωμένος πολεμιστής ή και σαν δέντρο ακόμα.

Στην πραγματικότητα, όσο την κοίταζε ο Χούμα τόσο πειθόταν ότι τέτοιο όμορφο πρόσωπο δεν είχε ξαναδεί ποτέ του. Ήταν τα σμιλεμένα χαρακτηριστικά της βασίλισσας των βασιλισσών, μιας αληθινής αθάνατης. Εύκολα χανόταν ένας άντρας μέσα σε τέτοια ομορφιά – για πάντα. Για τόσο μικρό τίμημα. Τι άλλο τού είχε δώσει η Ιπποσύνη εκτός από δυστυχία; Εξαιτίας της είχε χάσει τους γονείς του, τον Ρέναρντ και αμέτρητους συντρόφους, μαζί και τον Μπουόρον. Ακόμα και την αγάπη του είχαν πάρει…

Ψέματα! Η ομίχλη σηκώθηκε από το μυαλό του και διέκρινε τα ψέματα πίσω από τις υποτιθέμενες αλήθειες. Ο Ρέναρντ είχε χαθεί πολύ πριν γίνει ιππότης ο Χούμα. Εκείνος ήταν υπεύθυνος για το θάνατο της μητέρας του. Ο πατέρας του, ο Ντούρακ, είχε πεθάνει πολεμώντας για κάτι που είχε πιστέψει με αυταπάρνηση, κάτι που θεωρούσε ότι άξιζε να πεθάνει γι’ αυτό. Όσο για την Γκουίνεθ – αυτή η σκέψη έμεινε ανολοκλήρωτη.

Αντί να τον τσακίσει, η Σκοτεινή Βασίλισσα του χαμογέλασε.

Το πρόσωπο χάθηκε. Απόμεινε μονάχα μια ελάχιστη πνοή της κακοβουλίας της, για να του θυμίζει αυτό που είχε μόλις βιώσει.

«Νομίζω πως είναι καιρός να τελειώσει αυτό το παιχνίδι» είπε ξαφνικά ο Γκάλαν Ντράκος.

Κεφαλαίο 30

Ο Γκάλαν Ντράκος σταύρωσε τα χέρια και κοίταξε τον ιππότη. Στα στενά του χείλη απλωνόταν ένα χαμόγελο ύαινας.

Ο αποστάτης μάγος σήκωσε τα χέρια κι έβγαλε την κουκούλα του μανδύα του, ώστε να φαίνεται ολότελα το πρόσωπό του. Τα μαλλιά του –λεπτά και ανάκατα– ήταν κολλημένα στο κρανίο του και στο μέτωπό του σχημάτιζαν μια δεύτερη κορυφή. Το κεφάλι του ήταν στενόμακρο, σχεδόν όχι ανθρώπινο. Ο μάγος άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το κεφάλι του ενός από τους δύο ντρέντγουλφ που στέκονταν δεξιά κι αριστερά του. Φάνηκαν τα δάχτυλά του –μακριά, κοκαλιάρικα που τελείωναν σε γαμψά νύχια.

«Κι έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στο τέλος. Δε θα ήθελα να συμβεί διαφορετικά. Έπρεπε να έρθεις εδώ για να δεις το θρίαμβό μου… τον τελειωτικό μου θρίαμβο.»

«Το ήξερες πως ήμουν εδώ;»

«Οι πιστοί του Νουιτάρι δεν τον τιμούν καθόλου. Είναι τόσο απορροφημένοι από τους εαυτούς τους που δεν αντιλαμβάνονται τι μπορεί να κάνει κάποιος ο οποίος δεν περιορίζεται από τους κανόνες που έχουν θέσει εκείνοι οι ανόητοι του Συμβουλίου των Τριών Ταγμάτων. Δε θα στρεφόμουν σ’ αυτούς για βοήθεια.»

Όσο μιλούσε ο Ντράκος, ο Χούμα μελετούσε τις δυνατότητές του – και δεν είχε πολλές. Ένα σχέδιο, γέννημα της απελπισίας, άρχισε να ξετυλίγεται στο μυαλό του. Υποχώρησε ένα βήμα και σήκωσε το ελεύθερο χέρι του πάνω από τη μεγάλη σφαίρα όπου λίγες μόνο στιγμές πριν είχε δει την όψη της δρακοβασίλισσας. «Μια κίνηση να κάνεις, το έσπασα. Και τότε τι θα γίνουν τα όνειρά σου;»

«Θα γίνονταν κυριολεκτικά κομμάτια – αν μπορούσες βέβαια να τη σπάσεις. Σου προσφέρω την ευκαιρία να προσπαθήσεις.»