Ο Χούμα χτύπησε την κορυφή της σμαραγδένιας σφαίρας όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το γαντοφορεμένο χέρι του αναπήδησε. Δε φάνηκε ούτε γρατσουνιά.
«Βλέπεις;»
Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά και άφησε το χέρι του να πέσει αδιάφορα στη ζώνη του.
«Νομίζω…» Ήταν το μόνο που πρόλαβε να πει ο Γκάλαν Ντράκος πριν τραβήξει ο Χούμα ένα κοφτερό μαχαίρι και το πετάξει ίσια πάνω του.
Η λεπίδα πέταξε με ακρίβεια. Ωστόσο ο αποστάτης σήκωσε απλώς το δάχτυλό του και το μαχαίρι έκοψε ταχύτητα, έκανε κύκλο και γύρισε πίσω στον Χούμα. Ο ιππότης έσκυψε μπροστά και κατρακύλησε στα σκαλιά της κρυστάλλινης εξέδρας. Το μαχαίρι αναπήδησε πάνω στην πράσινη σφαίρα και έπεσε με θόρυβο στο δάπεδο.
«Θλιβερό. Ύστερα από όλα αυτά περίμενα περισσότερα από σένα.» Πριν σταθεί ο Χούμα στα πόδια του, ο Ντράκος κροτάλισε τα δάχτυλα. Ξαφνικά ο ιππότης ένιωσε να τον πιάνουν από πίσω κάτι τεράστια χέρια, φτιαγμένα, λες, από πέτρα. Πάλεψε προσπαθώντας να ανοίξει τα τερατώδη δάχτυλα. Η αόρατη απειλή δεν ενέδωσε και η πανοπλία του ιππότη άρχισε να χώνεται στη σάρκα του.
«Στον τοίχο» έδειξε ο Ντράκος.
Ο Χούμα γύρισε στον αέρα και σηκώθηκε ψηλά. Κάτι ψυχρό και πέτρινο τον έπιασε από τους καρπούς και τους αστραγάλους. Ο ιππότης ήταν παγιδευμένος.
Οι γοργές, ακριβείς κινήσεις δεν του είχαν δώσει καμία ευκαιρία να δει τον υπηρέτη του μάγου. Ξαφνικά διαπίστωσε έντρομος ότι ο δεσμοφύλακάς του ήταν ένα από τα γκαργκόιλ της αίθουσας. Το γκαργκόιλ στράφηκε αργά στη θέση του. Πάνω από τον ώμο του ο Χούμα είδε ότι ένα άλλο γκαργκόιλ, μόνο χέρια σχεδόν, τον κρατούσε καρφωμένο στον τοίχο.
«Θαυμάζεις, βλέπω, τα έργα μου.» Ο Ντράκος τον πλησίασε και ο αιχμάλωτος ιππότης είδε ότι μεγάλο μέρος του προσώπου του καλυπτόταν από ένα λεπτό στρώμα φολίδων. Ο αποστάτης είχε σχεδόν όψη ερπετού και ο Χούμα αναρωτήθηκε πόσο μέρος της ανθρώπινης υπόστασης του θυσίασε για να αποκτήσει τόση δύναμη.
«Για να είμαστε δίκαιοι, στην αρχή σε υποτίμησα. Σε είχα θεωρήσει πιόνι του Μάτζιους, έναν παλιό φίλο που γινόταν ξανά χρήσιμος. Φαντάσου την έκπληξή μου όταν ανακάλυψα ότι όχι μόνο δεν ήσουν πιόνι αλλά και ότι ο κοινός μας φίλος σε εμπιστευόταν στ’ αλήθεια.»
Η αναφορά στον Μάτζιους έκανε τον Χούμα να αρχίσει να παλεύει με τα δεσμά του, αλλά τα χέρια του γκαργκόιλ δε χαλάρωσαν καθόλου. Αγριοκοίταξε απελπισμένος τον αποστάτη, που έλαμπε ακόμα πιο ευχαριστημένος.
«Αποκήρυξε όλα όσα είχε κάνει, ξέρεις. Αμφιβάλλω αν τις τελευταίες μέρες υπήρξε Λευκότερος Χιτώνας σε ολόκληρο τον Κριν. Κρίμα. Έπρεπε να άκουγες τα ουρλιαχτά του. Οι βοηθοί μου μπορούν να επιδείξουν μεγάλη φαντασία. Κάποιον αναγκάστηκα να τον τιμωρήσω για υπερβάλλοντα ζήλο. Θα τον σκότωνε το φίλο μας.» Ο αποστάτης γέλασε πνιχτά. «Με πειράζει όμως τόσο πολύ να αποθαρρύνω τη φαντασία. Όχι ότι είχε σημασία πια. Φοβάμαι ότι ύστερα από αυτό ο Μάτζιους δεν ήταν πια μαζί μας. Άρχισε να μιλάει μόνος του – πράγματα από την παιδική του ηλικία, φαντάζομαι. Οι βοηθοί μου ενοχλήθηκαν όσο δε φαντάζεσαι. Δεν έδινε καμία σημασία στην υπέροχη δουλειά τους. Και μάλιστα, ούτε που ξαναμίλησε, μέχρι να συναντηθούμε εμείς οι δύο. Θα πρέπει να ήσουν πολύ σημαντικός για εκείνον, για να θελήσει να αφήσει το καταφύγιο του μυαλού του.» Ο Ντράκος σήκωσε τους ώμους. «Φτάνουν πια τα περασμένα. Ας ασχοληθούμε με το μέλλον – όσοι από εμάς έχουν μέλλον.»
Ο Χούμα ανταπόδωσε το χαμόγελο στο μάγο, αν και το μυαλό του κάλπαζε όλο ανησυχία. «Οι δράκοι ηττήθηκαν. Οι αποστάτες σου ηττήθηκαν. Ο Κράινους και το μεγαλύτερο μέρος της Μαύρης Φρουράς είναι νεκροί. Πριν τελειώσει η μέρα τα ογκρ θα αρχίσουν να υποχωρούν. Έχασες. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο πόλεμος δε θα είναι παρά μια ανάμνηση.»
Τα μάτια του Ντράκος άστραψαν και ο Χούμα είδε πως είχε χτυπήσει διάνα. Όταν μίλησε ξανά, η φωνή του ήταν τραχιά, θυμωμένη.
«Όλα σωστά, εκτός από ένα. Τα ογκρ θα υποχωρήσουν. Είναι νταήδες και οι νταήδες είναι δειλοί. Είναι αναλώσιμα –τίποτα περισσότερο– και θα ξαφνιαστούν βλέποντας πόσο μικρή σημασία έχουν για τον κόσμο μου.»
«Τον κόσμο σου;»
«Τον κόσμο μου – ως φερέφωνου της κυράς μου της Τακίσις φυσικά.» Ο Ντράκος εκτέλεσε μια άψογη, ευγενική υπόκλιση.
«Δεν έχεις στρατό.»
«Αυτό ήταν το πρόβλημα με τον Κράινους. Όλα τα έβλεπε σαν μάχη. Ακόμα κι όταν αναγνώριζε τη δύναμή μου, την έβλεπε μόνο σαν ένα μέσο για την επίτευξη των δικών του σκοπών.»
Ο Γκάλαν Ντράκος είχε ανέβει στη μαύρη, κρυστάλλινη εξέδρα και στεκόταν στην κορυφή της χαϊδεύοντας τη σφαίρα. Η σμαραγδένια της φεγγοβολή τού φώτιζε το πρόσωπο κάνοντάς τον να μοιάζει με πτώμα σε σήψη. Ο Χούμα ρίγησε άθελά του.
«Η δύναμή μου προέρχεται από τους πιστούς μου – είτε με τη θέλησή τους είτε χωρίς αυτήν. Όταν με βρήκε ο Μάγος του Μελανού Χιτώνα, ο Σαγκάθανους, αυτό του κίνησε αρχικά το ενδιαφέρον. Ήμουν ανόητος εκείνη την εποχή και δεν έλεγχα παρά ένα-δυο ντόπιους μονάχα και ένιωθα όντως κάτι για εκείνο το απαίσιο μέρος που ήταν ο τόπος γέννησής μου.» Κοίταξε τον Χούμα. «Άκουσες ποτέ σου για το Κάλθεραϊ; Όχι; Εκπλήσσομαι. Είναι μια μικρή αγροτική επαρχία στη μέση της Ιστάρ. Χώρια από τη βρόμη, το μόνο που έχουν για πούλημα είναι μερικά γερά κορμιά μισθοφόρων. Φαντάσου! Ο μεγαλύτερος μάγος όλων των εποχών να έχει γεννηθεί σε μια τόσο ανάξια επαρχία!»