«Θα πρέπει να ήταν τρομερό για σένα.» Ο Χούμα ξαφνιάστηκε και ο ίδιος από το σχόλιό του.
Τα φιδίσια χαρακτηριστικά συσπάστηκαν σε ένα σκληρό χαμόγελο. «Πόσο δίκιο έχεις. Κανείς άλλος δεν μπόρεσε να το καταλάβει αυτό. Επειδή κι εσύ μεγάλωσες σε παρόμοιες συνθήκες, υποθέτω.»
Όλα έδειχναν ότι ο Ντράκος είχε μάθει πολλά γι’ αυτόν.
Για σένα το άφησα. Η ξαφνική καθαρότητα αυτής της σκέψης κατέπληξε τον Χούμα. Λες και ήταν τα λόγια του Μάτζιους… Τι είχαν αφήσει γι’ αυτόν;
Νιώθοντας κάτι, ένας ντρέντγουλφ έτρεξε κοντά του και τον μύρισε. Η μυρωδιά της αποσύνθεσης του προκάλεσε αναγούλα.
Ο Ντράκος, πάλι, κοίταζε κάτι μέσα στη σφαίρα, κάτι που ίσως μόνο εκείνος μπορούσε να δει.
Οι δύο άντρες σήκωσαν τα μάτια στο άκουσμα των μεγάλων δερμάτινων φτερών. Ο Σάιαν Μπλάντμπεϊν είχε επιστρέψει χωρίς την άδεια του αφέντη του. Η ματιά του νεαρού πράσινου δράκου πρόδιδε φόβο.
«Άρχοντα Γκάλαν! Τα ογκρ άρχισαν να σπάνε! Οι αδερφοί μου φεύγουν πανικόβλητοι οι δειλοί! Τι θα κάνουμε;»
Ο Ντράκος πανηγύριζε. «Ήρθε η ώρα. Το Χάος βρίσκεται σε κορύφωση χωρίς προηγούμενο από τον Καιρό των Ονείρων.» «Άφησέ μας!» απάντησε στον ανήσυχο δράκο. «Δε θα επιτρέψω να μολύνει η μπόχα σου την αίθουσα τέτοιες ώρες!»
Ο νεαρός δράκος έφυγε βιαστικά. Ο Ντράκος κάλεσε τους δύο ντρέντγουλφ που άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα.
Ο Χούμα παρακολουθούσε με αηδία και θαυμασμό. Έβλεπε στην κυριολεξία τη ζωτική ουσία –αν μπορούσε κανείς να την ονομάσει έτσι– να φεύγει από τα δύο φρικαλέα βδελύγματα. Ούτε καν αντιστάθηκαν. Ο Γκάλαν Ντράκος πήρε τα χέρια του από τις δύο σκελετωμένες, ακίνητες μορφές. Οι ντρέντγουλφ έγιναν στάχτη.
«Ο φόβος είναι Χάος. Ο Πόλεμος είναι Χάος. Το Χάος είναι απεριόριστη δύναμη. Είναι μια δύναμη που σέβονται ακόμα και οι θεοί. Καταλαβαίνεις;»
Ο Χούμα τρεμόπαιξε τα βλέφαρα. Απορροφημένος από τον άρρωστημένο θαυμασμό του για την καταστροφή των δύο ντρέντγουλφ, δεν είχε ακούσει. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Αυτό.» Ο μάγος χάιδεψε τη σφαίρα. «Αυτό είναι το κλειδί για τη δημιουργία ενός αγωγού ανάμεσα στο επίπεδό μας και την Άβυσσο. Μια πύλη ή δίοδος προς την απώτατη κατοικία της δρακοβασίλισσας. Κατάλαβε αυτό: όταν έρχονται οι θεοί στο θνητό επίπεδο, εννοώ όταν έρχονται στ’ αλήθεια στο θνητό επίπεδο, δεν είναι παρά σκιά του εαυτού τους. Αυτό δε σημαίνει πως είναι αδύναμοι. Κάθε άλλο. Οι αντίπαλοί τους όμως τους βρίσκουν σε μειονεκτική θέση.»
Τα μάτια του ιππότη άστραψαν. Είχε καταλάβει. «Αυτός είναι ο λόγος που η δρακοβασίλισσα δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την πύλη που δημιούργησε. Φοβάται ότι θα τη χτυπήσει ο Πάλανταϊν σε κάποια στιγμή κρίσης. Εσύ όμως έφτιαξες ένα μέσο με το οποίο μπορεί να αντλήσει από τη δύναμή της ακόμα κι όταν βρίσκεται στο δικό μας κόσμο.»
Ο Γκάλαν Ντράκος σφίχτηκε και ύστερα χαμογέλασε ψυχρά. Μια δόνηση φάνηκε να τραντάζει το κάστρο, αλλά ο μάγος δεν της έδωσε σημασία. «Είσαι πιο οξύνους απ’ όσο περίμενα. Πάντως η ασήμαντη παρεμβολή σου θα είναι παρελθόν σε λίγο.»
Σχεδόν! Μια αμυδρή εικόνα ήρθε κι έφυγε από το μυαλό του Χούμα.
«Να το θεωρείς τιμή σου. Θα γίνεις μάρτυρας ενός γεγονότος που θα αλλάξει ολόκληρο τον Κριν!»
Και μ’ αυτά τα λόγια η μεγάλη σμαραγδένια σφαίρα έλαμψε ακόμα πιο έντονα. Ο Γκάλαν Ντράκος κατέβασε ξανά την κουκούλα του και κάλεσε από το πουθενά ένα χλομό ραβδί στο χρώμα του κόκαλου.
Τα μάτια του Χούμα συγκεντρώθηκαν ολοκληρωτικά στο ραβδί του αποστάτη. Αυτό ήταν το κλειδί! Το ραβδί του Μάτζιους. Ο σύντροφός του το είχε χάσει μετά τη σύλληψή του από τη Μαύρη Φρουρά. Το είχε χάσει; Μάλλον το είχε αφήσει πίσω του. Ο Μάτζιους μπορούσε να το καλέσει ανά πάσα στιγμή, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Γκάλαν Ντράκος με το δικό του.
Τι μπορούσε να κάνει όμως; Πού ήταν τώρα;
Ο αποστάτης σήκωσε ψηλά το ραβδί του και οι δαυλοί τρεμόπαιξαν. Ήταν λες και τραβούσε τις φλόγες προς το μέρος του. Η αίθουσα σκοτείνιασε.
«Τακίσις, μεγάλη βασίλισσα, αφέντρα του Σκότους, ήρθε η ώρα να ανοίξεις διάπλατα την πύλη. Ήρθε η ώρα να αφήσεις όλη σου τη δύναμη να έρθει από τον οίκο σου σε αυτόν εδώ!»