Ο Χούμα ξέχασε προσωρινά το ραβδί του Μάτζιους. Παρακολούθησε με φρίκη τον τοίχο πίσω από τη σφαίρα να στραβώνει και να συστρέφεται σαν τρελό, ονειρικό τοπίο. Τότε, αργά, εκείνο το μέρος του κτιρίου φάνηκε να καταρρέει ολότελα.
Δεν ήταν τα βουνά όμως αυτά που αποκαλύφτηκαν από το ξόρκι. Ήταν μάλλον ένα σκοτεινό και χαώδες τοπίο που έμοιαζε να χύνεται σ’ έναν ανοιχτό, άπατο λάκκο, απ’ όπου ούτε αχτίδα φωτός δεν μπορούσε να ξεφύγει.
Ενώ κοίταζε ο Χούμα, το τοπίο άλλαξε ξανά. Τώρα έγινε δασώδες, αλλά τα δέντρα ήταν ή ξεραμένα ή ετοιμοθάνατα και μαύρα σαν τη νύχτα.
Ύστερα έγινε μια φλεγόμενη έρημος απ’ όπου εξείχαν τα οστά ξεχασμένων ταξιδιωτών. Μέσα σε λίγες στιγμές είχε γίνει μια αληθινή θάλασσα οστών.
«Τι είναι αυτό;» Ο Χούμα νόμιζε πως ήξερε, αλλά έλπιζε να τον διαψεύσει ο μάγος.
Ο Γκάλαν Ντράκος γύρισε από την εξωφρενική εξέδρα και κοίταξε τον ιππότη στενεύοντας τα μάτια. «Είναι ο οίκος της κυρίας μου – είναι η Άβυσσος.»
«Αλλάζει συνέχεια.»
«Το μυαλό σου είναι αυτό που αντιλαμβάνεται τις αλλαγές. Η Άβυσσος στηρίζεται στις εμπειρίες του καθενός μας. Στην προκειμένη περίπτωση, στις δικές σου. Εγώ αυτές τις ασυνείδητες σκέψεις έχω μάθει να τις ελέγχω.»
Ο Γκάλαν Ντράκος κατέβηκε από την εξέδρα και πλησίασε τον Χούμα, που πάλευε μάταια να λευτερωθεί. Το κάστρο τραντάχτηκε ξανά, αλλά ο Ντράκος αδιαφόρησε και πάλι. Έφερε το χέρι του με τα γαμψά νύχια στο μέτωπο του ιππότη.
«Μην ανησυχείς.» Ο τόνος του αποστάτη ήταν προστατευτικός. «Ούτε χρόνος ούτε δύναμη μου περισσεύει για να ασχοληθώ μαζί σου. Απλώς θα αποκλείσω τη σκέψη σου από την Άβυσσο. Σαν να χτίζω έναν τοίχο.»
Μια δυνατή επίκρουση τίναξε πίσω το κεφάλι του Χούμα. Για μια στιγμή όλες του οι σκέψεις σβήστηκαν. Ο Ντράκος ανέβηκε ξανά στην εξέδρα. Χτύπησε δυο φορές το κοκάλινο ραβδί του μουρμουρίζοντας κάτι σε μια μαγική γλώσσα. Η σμαραγδένια σφαίρα έλαμψε σαν μικροσκοπικός ήλιος. Το μουρμουρητό άρχισε ξανά.
Ο Χούμα κάλεσε με τη σκέψη του το ραβδί.
Δεν ήταν σε θέση να ξέρει αν η σκέψη ήταν δική του ή, όπως πίστευε, προερχόταν από το εκδικητικό πνεύμα του Μάτζιους. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι έπρεπε να συγκεντρωθεί στην επίκληση του ραβδιού του νεκρού μάγου και χωρίς καμία χρονοτριβή.
Ήταν τόσο απλό τώρα που ήξερε. Τη μια στιγμή τα χέρια του ήταν άδεια και την επόμενη το αριστερό του κρατούσε το ραβδί σε σμίκρυνση. Στην παλάμη που έσφιγγε το μαγικό αντικείμενο. Ένιωσε ένα ρίγος και τα μάτια του γούρλωσαν. Σαν να είχε δική του ζωή και κίνηση, το ραβδί γύρισε μέσα στο χέρι του και χτύπησε το πέτρινο πόδι που του φυλάκιζε τον καρπό.
Το γκαργκόιλ τον άφησε.
Ο Γκάλαν Ντράκος ήταν ακόμα γυρισμένος προς τη σφαίρα. Τα χέρια του ήταν τεντωμένα σαν να επικαλούνταν κάποιο δικό του θεό.
Ο Χούμα λευτέρωσε το δεξιό του καρπό.
Ο Ντράκος φώναξε κάτι ακατάληπτο. Η φεγγοβολή της σφαίρας είχε απλωθεί και τύλιγε πια το μάγο. Ήταν ψηλότερος τώρα. Ο Χούμα κοίταξε τη σφαίρα. Η ενέργεια έμοιαζε να περιστρέφεται χαοτικά μέσα της. Το κάστρο σείστηκε – άγρια αυτή τη φορά.
«Όχι!» Αυτή τη φορά ο Ντράκος φάνηκε να μιλάει σε κάποιον άλλο. «Η ροή είναι πολύ μεγάλη! Πρέπει να τραβήξω κι άλλη δύναμη, αλλιώς η ενέργεια θα με κατακλύσει ολόκληρο!»
Ο Χούμα δεν κατάλαβε τα λόγια του, αλλά συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κόψει το δεσμό ανάμεσα στις δυο διαστάσεις. Αν τραβούσε την ενέργεια η Τακίσις…
Αυτή τη φορά ο σεισμός ήταν τόσο δυνατός που κάμποσα γκαργκόιλ έπεσαν μπροστά και τσακίστηκαν στο δάπεδο. Η έκφραση του Γκάλαν Ντράκος δεν άλλαξε στη θέα του λευτερωμένου Χούμα. Ο μάγος μουρμούρισε κάτι και στράφηκε αμέσως στο ξόρκι του.
Τη στιγμή που λευτερώθηκε ο Χούμα, το ραβδί, λες και ήταν ζωντανό, άρχισε να τεντώνεται και να φαρδαίνει. Μεγάλωνε για να γίνει όπως παλιά.
Ξαφνικά τα γκαργκόιλ άρχισαν να βγαίνουν από τις κόγχες τους, δημιουργώντας μια ετερόκλητη συλλογή από τερατουργήματα με ένα πράγμα στο μυαλό τους: την καταστροφή του Χούμα.
Έχοντας εκπαιδευτεί στη χρήση του ραβδιού, ο ιππότης το βρήκε πολύ αποτελεσματικό σαν όπλο. Σε κάθε του άγγιγμα τινάζονταν σπίθες κι έκοβε τα γκαργκόιλ λες και ήταν φτιαγμένα από βούτυρο. Κι όμως ο ακρωτηριασμός ή ο αποκεφαλισμός δεν αρκούσαν για να σταματήσει τα τέρατα. Έρχονταν από παντού εναντίον του και ο Χούμα κατάλαβε ότι ο αποστάτης δε θα ξέμενε ποτέ από μαγικούς υπηρέτες. Πολεμούσε όμως με όλη του την αποφασιστικότητα και την πίστη στον Πάλανταϊν.
Ήξερε ότι δε χρειαζόταν παρά ένα μονάχα γερό χτύπημα στον Ντράκος, αλλά τα γκαργκόιλ τον πίεζαν από παντού και σε τόσο μικρή απόσταση το ραβδί ήταν ουσιαστικά άχρηστο. Αν δε συνέβαινε κάτι, δεν του απόμεναν παρά λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν τον λιώσουν τα πέτρινα όντα.