Выбрать главу

«Χούουουμααα!»

Η φωνή ερχόταν από ψηλά και κάλυπτε ακόμα και τις δονήσεις του κάστρου. Τι έκανε ο Ντράκος; Έπρεπε να ρίξει κάτω και τα βουνά τα ίδια;

«Χούουουμααα!»

Τώρα την έβλεπε.

«Γκουίνεθ!»

Τον είδε και κατέβηκε διαγράφοντας κύκλους τη στιγμή που ένα γκαργκόιλ πετούσε το ραβδί του Χούμα από το χέρι του. Η ασημένια δράκαινα βρυχήθηκε και χτύπησε τα πλησιέστερα τέρατα. Έγιναν σκόνη. Η δράκαινα πήρε ύψος, πέταξε τριγύρω και κατέβηκε ξανά για καινούρια επίθεση. Κάμποσα από τα γκαργκόιλ άφησαν τον Χούμα για να την αντιμετωπίσουν. Η Γκουίνεθ βρέθηκε να σύρεται προς το έδαφος από το άθροισμα του βάρους τεσσάρων τεράτων που είχαν αρπαχτεί από το κάτω μέρος του κορμιού της. Μουγκρίζοντας από ενόχληση μάλλον παρά από πόνο, άρχισε να περιστρέφεται όσο καλύτερα μπορούσε μέσα στη μεγάλη αίθουσα για να πετάξει τα γκαργκόιλ από πάνω της. Εκείνα κρατιόνταν γερά και η δράκαινα αναγκάστηκε να πάρει ύψος και να βγει από την αίθουσα για να τα αποτινάξει.

Ακόμα κι έτσι όμως, είχε δώσει χρόνο στον Χούμα. Εκείνος άρπαξε το ραβδί του Μάτζιους και έκανε καινούρια περιστροφή, καταστρέφοντας τον πλησιέστερο αντίπαλο με το πρώτο χτύπημα. Τα υπόλοιπα προσπάθησαν να σφίξουν τον κλοιό τους.

Κάμποσες μορφές μπήκαν τρέχοντας στην αίθουσα. Η Μαύρη Φρουρά. Οι αρματωμένες μαύρες φιγούρες σταμάτησαν στη στοά κι απόμειναν να κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό.

Ο Χούμα είδε την απόκοσμη ματιά που έριξε στιγμιαία ο Ντράκος στους στρατιώτες του. Στα μάτια του γυάλιζε μια λάμψη όμοια με αυτήν της σμαραγδένιας σφαίρας. Πρόφερε μία μόνο λέξη και η έντασή της τον έκανε να μαζευτεί.

Μια λεπτή, φονική αστραπή πράσινης ενέργειας ξεπήδησε από τη σφαίρα και όρμησε με τρομακτική ταχύτητα στους ανυποψίαστους φρουρούς. Πριν φτάσει καν στη μέση της απόστασης, χωρίστηκε στα δύο και μετά στα τέσσερα. Καθυστερημένα, οι φρουροί κατάλαβαν τα δύσκολα και γύρισαν να φύγουν. Τέσσερις δεν πρόλαβαν καν να κινηθούν. Οι αστραπές τούς καμάκωσαν σαν ψάρια και τους έσυραν στην αίθουσα. Ο Χούμα ρίγησε. Το ξόρκι φαινόταν να κυριαρχεί στον Γκάλαν Ντράκος όσο κυριαρχούσε κι εκείνος στο ξόρκι. Ο ιππότης αμφέβαλλε αν ο αποστάτης ήξερε πραγματικά τι έκανε. Το μόνο που ενδιέφερε πια τον Ντράκος ήταν η δύναμη.

Οι άλλοι φρουροί το έβαλαν στα πόδια. Αποκεί που στεκόταν ο Χούμα παρακολούθησε –ανήμπορος να αντιδράσει– μια καινούρια αστραπή που τινάχτηκε μπροστά, αυτή τη φορά προς τον ίδιο.

Τον χτύπησε κατάστηθα και, σκορπίζοντας από την ίδια της την ορμή, χτύπησε και το στρατό των γκαργκόιλ. Τότε κάτι απώθησε την αστραπή και τη γύρισε πίσω στη σμαραγδένια σφαίρα. Ο Χούμα άγγιξε το στήθος του κι ένιωσε το μενταγιόν που του είχε δώσει ο Έιβοντεϊλ. Το μενταγιόν του κληρικού του Πάλανταϊν.

«Χούμα! Το κάστρο διαλύεται!»

Ένα γκαργκόιλ έπεσε στα γόνατα. Ένα άλλο απλώς κατέρρευσε. Ο Χούμα γύρισε και βρέθηκε μπροστά στον Γκάλαν Ντράκος. Ο αποστάτης είχε μια τρελή έκφραση στο μη ανθρώπινο πια πρόσωπό του.

«Θα το κάμψω – θα το υποτάξω στη δύναμή μου! Είμαι ο Ντράκος, ο μεγαλύτερος μάγος που έζησε ποτέ!»

Ο μάγος έβγαλε ξανά το ραβδί του και το χτύπησε τρεις φορές πάνω στην εξέδρα. «Σούρακ! Γκεστέι Σούρακ Κάοκ!»

Τα γκαργκόιλ είχαν χάσει κάθε ίχνος ζωής. Ενώ κατέρρεαν γύρω από τον Χούμα, η ασημένια δράκαινα υλοποιήθηκε ξανά και πέταξε προς το μέρος του. Ο Ντράκος δεν έκανε καμία κίνηση για να τους πλησιάσει, ούτε καν τους είδε. Αντίθετα, μόρφαζε προς τους ουρανούς. Η μορφή του διατρεχόταν από ενέργεια.

«Το κατάφερα, κυρά! Η δύναμη είναι δική μου!»

Απορροφημένος ολότελα από τον προφανή του θρίαμβο, ο αποστάτης δεν είδε την εικόνα που σχηματίστηκε μέσα στην πράσινη σφαίρα. Ένα κοροϊδευτικό πρόσωπο, ένα πρόσωπο όχι ανθρώπινο. Ενώ ο Χούμα παρακολουθούσε, το πρόσωπο μέσα στη σφαίρα χωρίστηκε στα δύο. Ύστερα στα τρία. Τα πρόσωπα συστράφηκαν, έγιναν φιδίσια, πρόσωπα δράκων. Πέντε κεφάλια τουλάχιστον. Και όλα χλεύαζαν.

«Χούμα, πρέπει να φύγουμε!»

«Δεν μπορώ!» Ο Χούμα κοίταξε τις Δρακολόγχες που κουβαλούσε η Γκουίνεθ. Ήταν πολύ άβολες για το σκοπό που τις ήθελε. Ακόμα και η λόγχη του πεζικάριου ήταν ασήκωτη. Τότε το βλέμμα του έπεσε στο ραβδί του Μάτζιους. Μια παρόρμηση τον κατέλαβε.

Το πήρε στο χέρι. Λέξεις που δεν καταλάβαινε βγήκαν ποτάμι από το στόμα του και ξαφνικά το ραβδί φωτίστηκε. Το έριξε με όλη του τη δύναμη.

Το ραβδί δεν πέτυχε τον Γκάλαν Ντράκος, αλλά δεν ήταν αυτός ο στόχος του. Αντίθετα, το ραβδί –όμοιο με λόγχη– πέταξε με απόλυτη ακρίβεια ίσια στο κέντρο της πράσινης σφαίρας. Αγγίζοντας τη, φάνηκε να διστάζει, αλλά ύστερα συνέχισε και τη διαπέρασε τσακίζοντας κάθε αντίσταση.

«Μην κοιτάς!» φώναξε ο Χούμα στην Γκουίνεθ.