Выбрать главу

Η σμαραγδένια σφαίρα εξερράγη με μια βροντή.

Το κάστρο τραντάχτηκε και η αίθουσα έγειρε, καθώς το κάστρο ένιωθε τον απόηχο της καταστροφής της σφαίρας.

«Χούμα!» Η ασημένια δράκαινα τον σκούντησε. «Πρέπει να φύγουμε! Βιάσου!»

Εκείνος ξαναβρήκε την ισορροπία του κι έπιασε τη μια φτερούγα της. Μια γρήγορη ματιά τού αποκάλυψε ότι η εξέδρα ήταν τυλιγμένη σε μια πράσινη κόλαση που λες και σκέπαζε ολόκληρο τον τοίχο.

Απέξω κάτι βρυχήθηκε.

«Πάλανταϊν!» ψιθύρισε ο ιππότης. Δεν ήταν δυνατόν! Μόνο ένα πλάσμα μπορούσε να φανταστεί, ικανό να βγάλει μια τέτοια εκκωφαντική, τρανταχτή κραυγή. Ένας δράκος. Ένας γιγάντιος δράκος. Ένας τιτάνας με πέντε κεφάλια, σκέφτηκε. Η Τακίσις.

«Εσύυυ!»

Ο Χούμα ξέχασε το βρυχηθμό και γύρισε προς τη φωτιά από όπου είχε προέλθει η καινούρια κραυγή. Κάτι πρόβαλε αργά από τη σμαραγδένια φωτιά. Περπατούσε σε δύο πόδια, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ανθρώπινο. Σήκωσε ένα πέλμα με πόδια δράκου που κάποτε ήταν χέρι. Ένα δαιμονικό πρόσωπο με συστρεμμένα χαρακτηριστικά σαν παραμορφωμένου ερπετού φάνηκε να προβάλλει κάτω από τα κουρελιασμένα απομεινάρια μιας κουκούλας.

«Χούουουμααα!»

Ο Γκάλαν Ντράκος προχώρησε παραπατώντας.

«Θα σε δω νεκρό!»

Ένα πλάσμα με πλοκάμια τινάχτηκε προς το μέρος του – και σταμάτησε από κάτι που φάνηκε στιγμιαία όμοιο με ασημένια ασπίδα. Ο Γκάλαν Ντράκος έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.

«Έχεις κι εσύ τον προστάτη σου! Κρίμα που είναι τόσο αργά για τον Κριν!» Το πρόσωπό του συστράφηκε.

Ο Χούμα έκανε ένα βήμα μπροστά. Η Γκουίνεθ πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο ιππότης την κοίταξε κι εκείνη σώπασε. Ύστερα άρχισε να προχωρεί αργά προς τον τρελό μάγο.

«Πάρα πολλοί χάθηκαν εξαιτίας σου, Γκάλαν Ντράκος. Μάρτυράς μου ο Πάλανταϊν, δεν μπορώ να σε αφήσω ελεύθερο. Πρέπει να δώσω ένα τέλος.»

Όταν μίλησε επιτέλους ο Ντράκος, η φωνή του ήταν απόλυτα συγκρατημένη. Κοίταξε πέρα.

«Ναι, όλα θα τελειώσουν εδώ. Με νίκη του… με την αποκάλυψη της προδοσίας μου. Έπαιξα κι έχασα.» Ο Ντράκος στράφηκε στον Χούμα και φάνηκε να ζαρώνει.

Ο αποστάτης τραβήχτηκε μέχρι το χείλος της Αβύσσου. Τα πόδια του δεν άντεχαν να περπατήσουν άλλο. Στηριζόταν όλο και περισσότερο στο ραβδί του.

Ο Χούμα κινήθηκε αποφασιστικά προς το μέρος του. «Δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις.»

Ο παραμορφωμένος μάγος γέλασε μ’ ένα γέλιο που φάνηκε να τραβάει πολύ σε μάκρος. Τα μάτια του ήταν στενές σχισμές που έλαμπαν. «Δε θα περιμένω τη δικαιοσύνη της βασίλισσας. Προτιμώ τη λήθη. Δε θα της δώσω το καταραμένο μου πνεύμα για να παίζει στην αιωνιότητα.»

Ο Γκάλαν Ντράκος, ο αρχιμάγος, ο αποστάτης, πρόφερε μία μονάχα λέξη.

Οι σμαραγδένιες φλόγες τον τύλιξαν. Όποια προστασία κι αν είχε, την έχασε. Ο Χούμα κάλυψε τα μάτια του ενώ η φωτιά έλαμψε ακόμη πιο ζωηρά. Όταν κοίταξε ξανά, δεν είχε απομείνει τίποτα από το μάγο.

«Κάηκε μόνος του.»

«Όχι.» Η ασημένια δράκαινα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Έπαψε να υπάρχει. Αυτό ήταν το ξόρκι που έριξε. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Πριν περάσει πολύς καιρός, όσοι τον ήξεραν θα τον έχουν ξεχάσει – εκτός από την πρώην κυρά του.» Σκυθρώπασε. «Κατάφερε όντως να δραπετεύσει από τη δρακοβασίλισσα. Καταπληκτικό!»

Το κάστρο άρχισε να καταρρέει ξανά.

«Χούμα!» Η Γκουίνεθ συνειδητοποίησε τον κίνδυνο και ο στιγμιαίος θαυμασμός της έσβησε.

«Ναι!» Άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω της και ύστερα σταμάτησε. «Όχι! Το ραβδί του Μάτζιους! Πρέπει να…»

«Είναι αυτό το ραβδάκι στη ζώνη σου;»

Ο Χούμα έσκυψε και κοίταξε. Στο δεξιό του πλευρό, μέσα στην ασφάλεια του πουγκιού της ζώνης του βρισκόταν ένα γνωστό του ραβδί, τριάντα πόντους μάκρος. «Πώς…»

Τελικά η Γκουίνεθ αγρίεψε. «Θα σου μιλήσω άλλη μέρα για τη μαγεία! Χούμα, μάρτυράς μου ο Πάλανταϊν, σ’ αγαπώ! Δε σε αφήνω να πεθάνεις εδώ πέρα, αν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό!»

Ακούγοντάς την, ο Χούμα σκαρφάλωσε αδέξια πάνω της. Κάθε στιγμή που έμενε εκεί έβαζε τη ζωή της σε κίνδυνο – και γιατί; Για τους δικούς του δισταγμούς, τους δικούς του φόβους.

Κι όμως τον αγαπούσε.

Η ασημένια δράκαινα υψώθηκε γοργά στον αέρα.

«Κόλλα πάνω μου – και κράτα τη Δρακολόγχη ίσια!» του φώναξε.

Το κάστρο μετατοπίστηκε και συνέχισε να καταρρέει. Τα γκαργκόιλ πετάχτηκαν μακριά σαν κουρέλια. Μέρη της αίθουσας άρχισαν να κομματιάζονται. Ένα μέρος του ψηλότερου διαδρόμου γκρεμίστηκε. Τώρα η δράκαινα δε θα μπορούσε να ξεφύγει μέσα από τη στενή καπνοδόχο.

Ο Χούμα την άκουσε να φωνάζει κάτι σε μια μαγική γλώσσα. Άκουσε τις πέτρες να συντρίβονται και κομμάτια βράχου πέρασαν σύρριζα πάνω από το κεφάλι του.

«Ίσια! Αυτό ήταν!»

Ένιωσε τη Δρακολόγχη να κόβει το χοντρό, πέτρινο τοίχο μεγαλώνοντας το άνοιγμα. Η Γκουίνεθ δίπλωσε πίσω τα φτερά της και τινάχτηκε σαν βέλος που πετάγεται από το τόξο. Ο Χούμα κατάλαβε ότι τον κάλυπτε με το κορμί της όσο καλύτερα μπορούσε.