Τι γοητευτικό… Πιο ενδιαφέρον κι από τη διαρκή ανάγκη σας να τσακώνεστε μεταξύ σας για χαμένες υποθέσεις.
Η ψυχρή, σκληρή αυτή σκέψη χτύπησε σαν χαστούκι το μυαλό του Χούμα.
Θα πρέπει να μαζέψω μερικούς σαν εσάς και να μελετήσω αυτό το διασκεδαστικό, περαστικό πράγμα που αποκαλείτε «αγάπη». Φαίνεται τόσο… χρήσιμο.
Επιτέλους, ο Χούμα παρηγορήθηκε κάπως στη σκέψη ότι η Τακίσις δε θα μπορούσε ποτέ να βιώσει τα δικά του συναισθήματα. Για κάποια σαν αυτή, θα έμεναν πάντα μυστήρια. Στο συγκεκριμένο θέμα υστερούσε σε σχέση με οποιονδήποτε θνητό.
Μάθε με λοιπόν.
Αν και ήξερε ότι η δρακοντίσια μορφή της στεκόταν ακόμα στην κορυφή του βουνού, ο Χούμα είδε και τη γεμάτη χάρη, σαγηνευτική μορφή μιας πλανεύτρας με μαύρα μαλλιά σαν κοράκι, ντυμένης με το πιο λεπτό μαύρο μετάξι. Όταν χαμογέλασε, ήταν σαν να μην είχε χαμογελάσει ποτέ κανείς άλλος.
Μπορώ να γίνω οτιδήποτε θελήσεις. Μπορείς να μου δείξεις αυτή την αγάπη, που τη θεωρείς τόσο σημαντική. Θα είμαι μια πολύ πρόθυμη μαθήτρια.
Μέσα στο μυαλό του η σαγηνευτική μορφή γύρισε λίγο λοξά, σε καινούριες προκλητικές στάσεις. Ο Χούμα ήταν εντελώς αδύνατο να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Ήταν όμορφη πέρα από κάθε σύγκριση και ήθελε να μάθει τι σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει να είσαι θνητός. Θα μπορούσε να της δείξει τι σήμαινε αγάπη και τότε ο Κριν δε θα ξανάβλεπε ποτέ του το Κακό, ούτε θα υπέφερε ξανά.
Πρόσθεσε –και τον βάραιναν τόσο– και τις ενδιαφέρουσες πτυχές της διδασκαλίας του.
Του χαμογέλασε και φάνηκε να του τείνει ένα λεπτό, τέλεια σμιλεμένο χέρι.
Ο Χούμα ένιωσε στο στήθος του μια θέρμη. Άθελά του το έπιασε. Ένα οικείο αντικείμενο βρέθηκε στο χέρι του.
«Όχι!» φώναξε χωρίς να το σκεφτεί. «Δε θα πέσω θύμα της σκοτεινής σου γοητείας! Ποτέ σου δε θα μάθεις τι είναι αγάπη και τι ζωή – και δε θέλω τίποτα από σένα! Η αγάπη μου ανήκει αλλού!»
Ένιωσε ένα τράνταγμα από κάτω του. Η Γκουίνεθ είχε αναπηδήσει. Δεν είχε καιρό να τη σκεφτεί όμως, γιατί η Σκοτεινή Βασίλισσα αιχμαλώτισε ξανά τη σκέψη του. Θα μπορούσες να γνωρίσεις χαρές που κανείς άλλος άνθρωπος δε γνώρισε ποτέ. Θα μπορούσες να διοικήσεις το στρατό μου, γιατί κανένας πολεμιστής δεν είχε τη δική σου επινοητικότητα, προσαρμοστικότητα και αποφασιστικότητα. Θα μπορούσες να είσαι ο δεύτερος έπειτα από μένα μονάχα κι εγώ Θα σε αντάμειβα πέρα από κάθε προσδοκία.
Άνεμος φρικτός σηκώθηκε. Η ασημένια δράκαινα κόντεψε να παρασυρθεί πάνω στη βουνοπλαγιά και ο Κεραυνός με τον Καζ την ακολούθησαν. Ο Χούμα άρπαξε τη Δρακολόγχη με το ένα χέρι και με το άλλο ψηλάφισε το μενταγιόν του Πάλανταϊν. Με αυτά τα δύο είχε ακόμα ελπίδες.
Πολύ καλά. Με απέρριψες. Άνοιξες το δρόμο της καταστροφής της δικής σου και της αγαπημένης σου.
Μπορεί η δρακοβασίλισσα να αγνοούσε την αγάπη, ήξερε όμως άριστα το μίσος.
«Χούουουμααα!»
Ο ιππότης γύρισε στιγμιαία και είδε τον Κεραυνό να προσγειώνεται αναγκαστικά σε μια βραχώδη προεξοχή. Ο Καζ σφιγγόταν απελπισμένα πάνω στη σέλα.
Το θέμα θα τακτοποιηθεί μεταξύ μας, ω θνητέ Ιππότη της Σολάμνια! Για όλα όσα έκανες, θα ικετέψεις τη συγνώμη μου! Θα με εκλιπαρήσεις να βάλω τέλος στην αγωνία σου, αλλά αυτό δε θα σου το χαρίσω παρά στο τέλος της αιωνιότητας.
Ο Χούμα θυμήθηκε την επιλογή του Γκάλαν Ντράκος. Προτίμησε τη λήθη κορμιού και ψυχής παρά την τρυφερή «δικαιοσύνη» της Βασίλισσας του Σκότους. Και αυτό από κάποιον που δεν ήξερε τι θα πει συμπόνια, είχε βασανίσει ανελέητα τον Μάτζιους, είχε στείλει χιλιάδες σ’ έναν άδικο θάνατο. Στο τέλος για τον Ντράκος δεν υπήρχε παρά μονάχα φόβος, φόβος στη σκέψη και μόνο ότι θα βρισκόταν στο έλεος της κυράς του.
Πρώτα θα κάνω το κορμί σου αλοιφή – αλλά δε θα πεθάνεις. Μετά θα πάρω το μυαλό σου και θα του αποκαλύψω όλη τη σκοτεινή ομορφιά του οίκου μου. Η τρέλα δεν πρόκειται να σε σώσει. Δε θα το επιτρέψω. Έπειτα θα πάρω την αγάπη σου και θα της χαρίσω τις λεπτότερες «διασκεδάσεις μου» ενώ εσύ θα κοιτάζεις.
Ο Χούμα είχε δει θαύματα και φρικαλεότητες που λίγοι άνθρωποι είχαν αντικρίσει – και μόνο η πίστη του στον Πάλανταϊν, τη δικαιοσύνη και το Καλό που αντιπροσώπευε ο θεός του τον είχαν σώσει. Κάθε φορά αυτή του η πίστη τον δυνάμωνε. Είχε φτάσει στο σημείο να αγαπάει τον Κριν όσο και τον Πάλανταϊν και ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα για το καλό του κόσμου του, αν αυτό σήμαινε την ήττα του Σκότους.
Αντί να τραβήξει πίσω την Γκουίνεθ, ο Χούμα την πίεσε να προχωρήσει.
Η ασημένια δράκαινα υπάκουσε. Δε θα τον εγκατέλειπε.