Выбрать главу

Είστε ανόητοι. Πιο ανόητοι από τον Ντράκος που πίστεψε ότι θα γινόταν θεός. Η καταφυγή του στη λήθη τον έσωσε από το τρυφερό μου έλεος. Εσάς τι θα σας σώσει;

Ήταν σαν να άνοιγε ξαφνικά μια ομίχλη. Η δρακοβασίλισσα στεκόταν εκεί και κοίταζε με μια ομορφιά συναρπαστική και τρομερή ταυτόχρονα.

Ένα-ένα τα κεφάλια του δράκου τον χλεύαζαν. Ήταν πέντε συνολικά και το καθένα τους αντιπροσώπευε κι από ένα της παιδί. Πονηρό και σκληρό πράσινο. Γλοιώδες λευκό. Πανίσχυρο, καταστροφικό κόκκινο. Απρόβλεπτο μαύρο. Κυρίαρχο μπλε.

Κινούνταν μπρος-πίσω σαν πλοκάμια, σαν να του έριχναν κάποιο υπνωτικό ξόρκι. Τα μάτια τους δεν τον έχαναν στιγμή. Δε σταματούσαν λεπτό να κινούνται.

Η Σκοτεινή Βασίλισσα ήταν πάνω από είκοσι μέτρα και πανίσχυρη. Κάθε της κίνηση ήταν προσποίηση της χάρης και της δύναμης. Σε κάθε της κίνηση –όσο αδιόρατη κι αν ήταν– σου έδειχνε πόσο ανόητο ήταν να τολμήσεις να παραβείς τη θέλησή της.

Τώρα βλέπεις. Τώρα γνωρίζεις.

Ο γρήγορος, μικρός, λευκός δράκος φύσηξε ξαφνικά προς το μέρος του. Ο Χούμα μόλις που πρόλαβε να δει τον κώνο του ψύχους που τινάχτηκε πάνω του, αλλά η Γκουίνεθ έστριψε με ευκολία και πέταξε πέρα από την εμβέλειά του.

Ο Δράκος των Πολλών Χρωμάτων και Κανενός –ο Χούμα θυμήθηκε το αρχαίο όνομα– γέλασε δηκτικά. Για τη θεά, η επίθεση δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι, όπως παίζει η γάτα με το ποντίκι πριν το κάνει μια μπουκιά.

Ολόγυρά τους ο άνεμος συνέχιζε να λυσσομανάει μαστιγώνοντάς τους και η ασημένια δράκαινα έστριψε επικίνδυνα κοντά στη βουνοπλαγιά. Τα κεφάλια της δρακοβασίλισσας γέλασαν χαιρέκακα.

Ο Χούμα διέκρινε ένα μικρό δισταγμό στις κινήσεις του θεϊκού κολοσσού. Και δεν τον κορόιδευε πια. Τα ζευγάρια των ματιών τον κάρφωναν με μεγαλύτερη ένταση, σαν να τον μελετούσαν από την αρχή. Τα τεράστια φτερά άνοιξαν με μια κίνηση που σε έναν κοινό δράκο ο Χούμα θα αναγνώριζε μια ένδειξη ανυπομονησίας.

Έκανε σινιάλο στην Γκουίνεθ. Εκείνη έστριψε αφήνοντας μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην ίδια και τη δρακοβασίλισσα και στράφηκε να την κοιτάξει. Το χέρι του Χούμα κράτησε σταθερά τη Δρακολόγχη. Τα πέντε κεφάλια κοκάλωσαν και ήταν σε ετοιμότητα.

Ο ιππότης έκανε καινούριο σινιάλο.

Η καταιγίδα που εξαπέλυε η δρακοβασίλισσα δεκαπλασιάστηκε, αναγκάζοντας τον Καζ με τον Κεραυνό να αναζητήσουν κάποια ασφάλεια στο έσχατο άκρο της βουνοπλαγιάς. Μόλις που πρόλαβαν να δουν την ασημένια δράκαινα να αψηφά τους τρομερούς ανέμους και τη δυνατή βροχή και να πετάει μπροστά με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Ύστερα ιππότης και δράκαινα εξαφανίστηκαν, φτάνοντας στην άκρη της κορυφής.

Ο Καζ μουρμούρισε από μια προσευχή σε κάθε θεό του οίκου του Πάλανταϊν που μπορούσε να ανακαλέσει η θολωμένη του μνήμη. Την τελευταία και μεγαλύτερη την κράτησε για τον Πλατινένιο Δράκο – το θεό που οι θνητοί γνώριζαν ως Πάλανταϊν.

Ακόμα δεν είχαν καταφέρει να επιχειρήσουν κάποιο χτύπημα ενάντια στη δρακοβασίλισσα. Το γεγονός ότι δεν τους είχε τσακίσει με όλες της τις δυνάμεις ήταν ζωτικής σημασίας. Σήμαινε ότι η Βασίλισσα του Σκότους διατηρούσε ένα πολύ εύθραυστο έλεγχο των δυνάμεων της. Προσπαθούσε να κάνει πολλά και η δύναμή της σκορπιζόταν υπερβολικά και εξασθένιζε σε πολλά ανόμοια ξόρκια.

Η Γκουίνεθ εξαπόλυσε έναν κώνο πάγου στο πράσινο κεφάλι της θεάς, που τον τίναξε από πάνω της σαν ξερόφυλλο.

Δυο σαγόνια έκλεισαν επικίνδυνα κοντά τους. Καθώς η Γκουίνεθ απομακρυνόταν, ο Χούμα διέκρινε στιγμιαία το κεφάλι ενός κόκκινου δράκου. Είδε το τεράστιο πλάσμα να σηκώνεται, επιτέλους, από την κορυφή. Η Σκοτεινή Κυρά δε θεωρούσε πια βέβαιη τη νίκη της. Μετέφερε τη μάχη στον Χούμα, αποφασισμένη να μην πολεμήσει περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο.

Στον αέρα η δρακοβασίλισσα ήταν τουλάχιστον δεκαπλάσια από την ασημένια δράκαινα. Οι ανοιχτές φτερούγες της έκρυβαν τον ουρανό. Το καθένα από τα μπροστινά της νύχια θα μπορούσε να κόψει εύκολα το κεφάλι του Χούμα και να το κάνει λιώμα.

Βαρέθηκα τα παιχνίδια. Πεταρίζεις σαν πεταλούδα.

Η ασημένια δράκαινα αναπήδησε και ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσε η Τακίσις.

Το μαύρο κεφάλι της Τακίσις φώναξε κάτι σε μια γλώσσα μαγική. Ιππότης και δράκαινα βυθίστηκαν ξαφνικά στο σκοτάδι.

Ακούστηκε ένας βρυχηθμός.

Νύχια έσκισαν τον αέρα πάνω από τον Χούμα. Η ασημένια δράκαινα βούτηξε την τελευταία στιγμή. Η Δρακολόγχη έλαμπε ακόμα – το μοναδικό φως στον ουρανό.

Φως; Δεν μπορείς να έχεις φως!

Στην αρχή δεν το πρόσεξε ούτε ο Χούμα, αλλά ήταν αλήθεια. Το σκοτάδι έγινε σκιά και η σκιά έγινε φως ξανά. Η Τακίσις ζυγιάστηκε στον αέρα, έξαλλη από τη δύναμη της Δρακολόγχης.