Ο Πάλανταϊν δεν μπορεί να σε προστατεύει πάντα.
«Χούμα» του φώναξε η δράκαινα κοντανασαίνοντας με κόπο. «Δε θα μπορέσω να την αποφεύγω για πολύ ακόμα.»
Ο Χούμα άγγιξε το μενταγιόν που κρεμιόταν στο κέντρο του στέρνου του. Έγνεψε καταφατικά. «Καιρός να χτυπηθούμε μαζί της.»
Ελάτε λοιπόν! Γνωρίστε το αγκάλιασμά μου!
«Σου προσφέρω την ίδια ευκαιρία που έδωσα και στον Γκάλαν Ντράκος, Σκοτεινή Βασίλισσα. Σου προσφέρω την ευκαιρία να παραδοθείς.»
Αστειεύεσαι την ώρα του χαμού σου, θνητέ Χούμα. Ενδιαφέρον το χιούμορ σου. Θα διασκεδάζω μια ολόκληρη αιωνιότητα.
Ο Χούμα σταθεροποίησε τη Δρακολόγχη έτσι που να σημαδεύει ίσια στο κέντρο της τεράστιας μορφής της δρακοβασίλισσας.
«Θα δεις αν αστειεύομαι. Αυτή είναι η δύναμη του Πάλανταϊν. Κανένα θνητό όπλο δεν μπορεί να σε νικήσει, αλλά η Δρακολόγχη δεν είναι θνητό όπλο.»
Εσύ όμως είσαι θνητός, Ιππότη της Σολάμνια.
Ο Χούμα έσκυψε το κεφάλι. Το παραδέχτηκε.
«Είμαι Ιππότης της Σολάμνια. Είμαι το χέρι του Πάλανταϊν, της Κίρι-Τζόλιθ και του Χάμπακουκ σε αυτό τον κόσμο. Βρίσκεσαι στον Κριν. Είσαι δική μου, Βασίλισσα του Σκότους.»
Κλότσησε τα πλευρά της Γκουίνεθ κι εκείνη τινάχτηκε μπροστά με καινούρια ενεργητικότητα. Η Δρακολόγχη άστραψε.
Κάτι παράξενο συνέβη.
Ο Χούμα ένιωσε λες και η πανοπλία του έγινε λαμπρότερη. Την ένιωσε διαφορετική. Στην όψη και στην αφή έμοιαζε με πλατίνα. Χάθηκαν τα κοψίματα και τα γδαρσίματα που είχε πάνω της. Το γαντοφορεμένο του χέρι φάνηκε να λάμπει έντονα όσο και η λόγχη. Τότε θυμήθηκε το όραμα και το άγαλμα από το οποίο είχε πάρει την πρώτη λόγχη.
Από κάτω του η Γκουίνεθ άλλαξε κι εκείνη. Έγινε μακρύτερη, λεπτότερη και πολύ πιο όμορφη. Έγινε ένα λαμπερός, άσπρος, πολεμικός κέλητας, ένας πλατινένιος δράκος, μια μεγαλόπρεπη αλκυόνα.
Όλα αυτά μπορεί να ήταν μια παραίσθηση – αλλά και η Δρακολόγχη έτσι δεν του είχε φανεί;
Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Το μόνο που ήξερε ο Χούμα ήταν ότι το πελώριο πολύχρωμο τέρας δίσταζε ξανά. Αυτή τη φορά δράκος όρμησε σε δράκο. Νύχια και δόντια έσκισαν τον αέρα. Η Δρακολόγχη σκάλωσε για μια στιγμή μονάχα. Ο Χούμα ετοιμάστηκε για τη σύγκρουση.
Η δρακοβασίλισσα δεν είχε υπολογίσει σε τέτοιο βαθμό στην ίδια της την ορμή. Το κορμί της τινάχτηκε μπροστά και η Δρακολόγχη βρήκε ξαφνικά ακάλυπτο το λαιμό του κεντρικού κεφαλιού.
Ιχώρ έλουσε τον Χούμα. Ένα μέρος του έκαψε το πληγωμένο του πόδι, βγάζοντας τον στιγμιαία από την εκστατική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Έδιωξε τη σκέψη του πόνου από το μυαλό του.
Το ουρλιαχτό της τράνταξε κυριολεκτικά τα βουνά κι ακούστηκε μίλια μακριά. Τέσσερα κεφάλια στράφηκαν στα τυφλά στην πηγή του πόνου. Το πέμπτο, το μπλε, κρεμόταν άχαρα, άχρηστο πια. Η Τακίσις γρατσούνισε με άγριες νυχιές. Προσπάθησε μάταια να βγάλει τη Δρακολόγχη από τον κορμό της, αλλά η ασημένια δράκαινα δεν έκανε πίσω. Τα τέσσερα κεφάλια που απόμεναν προσπάθησαν να δαγκώσουν την Γκουίνεθ.
Ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι η Βασίλισσα του Σκότους δεν είχε ξανανιώσει πόνο.
Η Τακίσις τούς έδινε αγωνιώδεις νυχιές και δαγκωνιές. Ο Χούμα έκανε σήμα στην Γκουίνεθ να υποχωρήσει. Με φρίκη, διαπίστωσε ότι η λόγχη δεν έβγαινε. Η ασημένια δράκαινα άρχισε να αιμορραγεί άσχημα και ο Χούμα είδε ότι ήταν γεμάτη από ακανόνιστες πληγές που έσταζαν αίμα. Τα σκισμένα της φτερά χτυπούσαν αργά και η ανάσα της γινόταν όλο και πιο ρηχή.
Η δρακοβασίλισσα συνέχισε να ουρλιάζει χτυπώντας μπρος-πίσω τα φτερά της. Η βάση της Δρακολόγχης λύγισε κάμποσο. Ο Χούμα προσπάθησε μάταια να τη σταθεροποιήσει. Η πίσω άκρη του όπλου τινάχτηκε ξαφνικά προς τα πάνω και τον χτύπησε βαριά στο πλάι του κεφαλιού. Ο Χούμα έπεσε ανάσκελα, ζαλισμένος και αιμόφυρτος.
Άκουσε κάτι να σπάει.
Με γιγάντια προσπάθεια, ίσιωσε το κορμί του – και είδε ότι από τη βάση της λόγχης δεν απόμεναν παρά σκλήθρες. Η Τακίσις του είχε πάρει τη λόγχη.
Πού ήταν;
«Χ… Χούμα.»
«Γκουίνεθ!» Έγειρε μπροστά. Η δράκαινα ανάσαινε ακανόνιστα και σε κάθε της κίνηση από το στόμα της έτρεχε αίμα.
«Αυτή… εγώ, εκεί κάτω. Δεν μπορώ…»
Τα φτερά της κοκάλωσαν στη μέση της κίνησης.
Άρχισαν να πέφτουν προς τη βουνοπλαγιά. Πρόλαβε να ουρλιάξει το όνομά της μια φορά πριν χτυπήσουν. Ύστερα ένιωσε το κορμί του να αρπάζεται από τη σέλα και όλα σκοτείνιασαν.
Όταν ξύπνησε, ο κόσμος ήταν κόκκινος. Αίμα και πόνος. Πρέπει να κειτόταν εκεί ώρες ολόκληρες. Τα μάτια του –κατακόκκινα– τον έτσουζαν και η όρασή του ήταν θολή. Ο άνεμος ούρλιαζε ακόμα.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον πόνο. Του διαπερνούσε ολόκληρο το κορμί. Το πληγωμένο του πόδι είχε μουδιάσει.