Выбрать главу

Με μεγάλη προσπάθεια, ο Χούμα ανακάθισε.

Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά έπεσε με το κεφάλι στο παγωμένο χώμα της πλαγιάς. Το μυαλό του άστραψε ξανά από τον πόνο.

Τώρα σερνόταν. Δεν έβλεπε ίχνος της Γκουίνεθ ή της δρακοβασίλισσας. Κατάφερε να συρθεί πόντο-πόντο.

Ενώ αγωνιζόταν, κάτι κοντά στην κορυφή τού τράβηξε την προσοχή.

Ένα χέρι. Ένα ανθρώπινο χέρι.

Δεν ήταν σίγουρος πού βρήκε τα αποθέματα δύναμης, αλλά κατάφερε να συρθεί προς τη μορφή που κειτόταν κοντά σε ένα βράχο.

«Γκουίνεθ.»

Είχε πάρει την ανθρώπινη μορφή της. Οι πληγές όμως που κάλυπταν το κορμί της δεν ήταν λιγότερο τρομερές. Το ένα της χέρι ήταν γυρισμένο από κάτω της. Το πρόσωπό της ήταν τώρα ωχρό σαν τα ασημένια της μαλλιά. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή, τραχιά και με ρίγη. Κάθε τόσο κινούνταν άβολα και μικροί ήχοι πόνου, όμοιοι με γρυλίσματα ζώου, ξέφευγαν από τα σκασμένα και ματωμένα της χείλη. Το κορμί της ήταν γεμάτο πληγές που αιμορραγούσαν και μελανιές. Ήταν θαύμα που ζούσε.

Το στόμα της άνοιξε σε μια σιωπηλή κραυγή. Ο Χούμα σύρθηκε στο πλευρό της, αγνοώντας τα γδαρμένα, ματωμένα του χέρια και τον πόνο που του συντάραζε τα σωθικά.

Όταν την έφτασε, πρόσεξε επιτέλους ότι το γερό της χέρι έσφιγγε τη Δρακολόγχη του πεζικάριου σαν να ήταν η ίδια της η ζωή. Κομματιασμένη και τσακισμένη, η Γκουίνεθ είχε σώσει τη μικρότερη λόγχη, γνωρίζοντας ότι ήταν το μοναδικό όπλο που θα τους έσωζε αν επέστρεφε η δρακοβασίλισσα.

Ο πρόφερε ξανά το όνομά της.

Ακούστηκε ένας βρυχηθμός. Η Γκουίνεθ άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και κοίταξε ίσια επάνω.

«Χούμα;»

«Ξεκουράσου. Θα έρθει ο Καζ ή κάποιος άλλος.»

«Όχι!» Τα μάτια της δάκρυσαν. «Η Τακίσις. Δεν πρέπει να την αφήσεις να λευτερωθεί.»

Ο ιππότης σήκωσε τα μάτια. Κάτι χτυπιόταν πέρα από το ύψωμα. Κάτι τεράστιο που πονούσε τρομερά. Ο βρυχηθμός ακούστηκε ξανά.

Η Γκουίνεθ πήγε να μιλήσει κι έβηξε αίμα. «Αργά ή γρήγορα, εκείνη θα συνέλθει από τη Δρακολόγχη. Πρέπει να την προ… προλάβεις.»

«Τι μπορώ να κάνω;» Ο Χούμα μόλις που κατάφερε να συρθεί λιγάκι.

«Πάρε αυτό» του έδειξε τη μικρότερη Δρακολόγχη. «Κατάφερα να… τη σώσω.» Η Γκουίνεθ τον άρπαξε ξαφνικά. «Είσαι πολύ χτυπημένος; Άσε με να σε βοηθήσω.»

«Ξέχασέ με εμένα. Ξέχνα τη Δρακολόγχη. Τι σου συμβαίνει; Γιατί έγινες άνθρωπος; Γιατρεύεσαι μόνη σου;»

«Δε… δεν έχει σημασία. Η πτώση απλώς έφερε πιο γρήγορα το Κακό. Ευχαριστώ μονάχα τον Πάλανταϊν που είσαι ακόμα ζωντανός.»

«Μη μιλάς άλλο.»

Δε γίνεται να πεθάνει, σκέφτηκε με φρίκη ο Χούμα.

Εγώ, εγώ μπορώ να τη σώσω, θνητέ.

Ξαφνικά ο άνεμος πάγωσε. Ο Χούμα έμεινε σιωπηλός, χωνεύοντας τις λέξεις. Πώς; σκέφτηκε.

Αυτή – ω τι πόνος! Δεν έχει ξεπεράσει ακόμα τις δυνατότητές μου! Απάλλαξέ με από την αγωνία και θα σας κάνω καλά και τους δύο, το ορκίζομαι στοεπέκεινα! Το ορκίζομαι, ύψιστε θεέ!

Ο Χούμα χαμήλωσε τα μάτια στην Γκουίνεθ, που τον κοίταζε με ένταση. Μόλις που ανάσαινε.

«Τι τρέχει;»

«Σου… μας προσφέρει τη ζωή.»

«Με τι αντάλλαγμα;»

Ο Χούμα δίστασε. «Τη λευτεριά της.»

«Χού…» Η Γκουίνεθ έβηχε ανεξέλεγκτα. Έκλεισε τα μάτια. Για μια στιγμή ο ιππότης φοβήθηκε ότι πέθανε. Εκείνη όμως τα άνοιξε ξανά και τον κοίταξε κατάματα. «Δεν μπορείς να τη σκοτώσεις – αυτό δεν είναι δυνατό. Αλλά ούτε και να τη λευτερώσεις μπορείς. Ολόκληρος ο Κριν θα υποφέρει για το μαρτύριό της. Η ζωή μου δεν αξίζει τόσο πολύ.» Σώπασε. Η προσπάθεια της να μιλήσει της σπαταλούσε και τη λιγοστή ενέργεια που της είχε απομείνει.

Ο Χούμα τη σκέπασε με το σώμα του για να μην τη χτυπάει ο άγριος άνεμος. «Δε σ’ αφήνω να πεθάνεις.»

«Δεν έχεις άλλη επιλογή.» Του χαμογέλασε αχνά.

«Δε γίνεται» τραύλισε ο Χούμα και τελικά άρθρωσε αυτό που είχε από καιρό παραδεχτεί μέσα του. «Σ’ αγαπώ. Ντρέπομαι που δε σου το είπα νωρίτερα. Δε θέλω να σε χάσω.»

Παρά τις τρομερές πληγές της, το πρόσωπό της έλαμψε.

«Θέλω… θέλω να με θυμάσαι όπως είμαι τώρα, γιατί αυτή είμαι πραγματικά. Πρώτη φορά έζησα στ’ αλήθεια σαν ανθρώπινο πλάσμα. Αγάπησα σαν ανθρώπινο πλάσμα.»

Το χέρι της γλίστρησε. «Θα πεθάνω σαν ανθρώπινο πλάσμα… γνωρίζοντας ότι εσύ…» Η Γκουίνεθ έκλεισε τα μάτια, τσακισμένη από τον πόνο. Άρχισε να τρέμει και ο Χούμα τη συγκράτησε, «…εσύ…»

Το ρίγος σταμάτησε. Ο ιππότης χαλάρωσε το σφίξιμο. Τα μάτια της Γκουίνεθ ήταν κλειστά και στην επιθανάτια όψη της ήταν απλωμένη μια παράξενη γαλήνη.

«Γκουίνεθ;»

Θνητέεε! Ακόμα δεν είναι αργά!

Ο Χούμα τής απόθεσε κάτω το κεφάλι.

Πίσω από το ύψωμα φάνηκε αστραπιαία μια ουρά που χάθηκε ξανά. Ο ουρανός ήταν πάλι μαύρος. Η πύλη, η δίοδος της Τακίσις από και προς την Άβυσσο, τρεμόσβηνε και είχε απομείνει σαν μια σκιά του προηγούμενου κακόβουλου μεγαλείου της –υπήρχε όμως ακόμα.