Выбрать главу

Ο Χούμα έπιασε τη Δρακολόγχη και άρχισε να σέρνεται προς το ύψωμα. Ενεργούσε χωρίς τη θέλησή του. Στο μυαλό του οι σκέψεις του για το τι μπορεί να είχε συμβεί ήταν συγκεχυμένες. Δεν υπήρχε πια στο παρόν. Δεν κατάλαβε καν ότι έφτασε στο ύψωμα, μέχρι να βρεθεί να κοιτάζει τη δρακοβασίλισσα.

Κειτόταν λίγο πιο χαμηλά, σ’ έναν κρατήρα που είχε ανοίξει με την πτώση της.

Ο Χούμα απόμεινε εκεί κάμποση ώρα. Ανάσαινε πια με δυσκολία και συνειδητοποίησε ότι τα πλευρά του πρέπει να ήταν σπασμένα. Μια έβλεπε και μια όχι, ξανά και ξανά.

Με κάποιον τρόπο κατάφερε να φέρει τη Δρακολόγχη στην κορυφή του υψώματος και να την περάσει από πάνω του, με την αιχμή μπροστά. Ο ψυχρός άνεμος δεν τον ενοχλούσε πια. Του καθάριζε μάλιστα το μυαλό για την αποστολή που τον περίμενε.

Τι… κάνεις εκεί;

Η σκέψη της δρακοβασίλισσας τρεμόπαιξε ξαφνικά μέσα στο μυαλό του. Ξαφνιάστηκε τόσο που παραλίγο να του πέσει η λόγχη από το ύψωμα. Την τράβηξε και τη χρησιμοποίησε για να σηκωθεί όρθιος, με το κορμί του να ταλαντεύεται μπρος-πίσω.

Με τη Δρακολόγχη έτοιμη σαν ακόντιο, ο Χούμα κοίταξε τη θεά που χτυπιόταν.

Κειτόταν ανάσκελα, με τα φτερά της διπλωμένα άβολα κάτω από το κορμί της. Τα τέσσερα κεφάλια που απόμεναν τινάζονταν άγρια προς τη σπασμένη Δρακολόγχη, η οποία ήταν ακόμα καρφωμένη στο κορμί της. Κάθε φορά που τα κεφάλια το πλησίαζαν, το όπλο σπίθιζε κι εκείνα τραβιόνταν πίσω από τον πόνο.

«Άκουσέ με» είπε ο Χούμα.

Στην αρχή ακούγονταν μόνο τα τινάγματα και οι τρομερές κραυγές πόνου και μανίας.

«Άκουσέ με» επανέλαβε.

Θνητέ… Τι ζητάς;

Η τεράστια δράκαινα προσπάθησε να σηκωθεί. Δεν τα κατάφερε.

«Νικήθηκες, Τακίσις, δρακοβασίλισσα.»

Όχι! Αυτό δε γίνεται!

«Τα στρατεύματά σου τράπηκαν σε φυγή. Οι αποστάτες σου είναι άλλοι νεκροί κι άλλοι σκορπισμένοι. Το Συμβούλιο θα τους καταδιώξει. Κάτι τέτοιους θα τους προσέχουμε περισσότερο στο μέλλον. Δε θα υπάρξει άλλος Γκάλαν Ντράκος.»

Πέρασε κι άλλη ώρα. Η δρακοβασίλισσα προσπαθούσε φανερά να κερδίσει τον έλεγχο.

Τι θέλεις, θνητέ;

«Πρέπει να διατηρηθεί η ισορροπία. Χωρίς το Κακό, το Καλό αποτελματώνεται. Ξέρω πως δεν μπορώ να σε σκοτώσω.»

Λευτέρωσέ με λοιπόν!

Η ένταση της στιγμής έκανε τον Χούμα να παραπατήσει προς τα πίσω. Η Δρακολόγχη παραλίγο να του γλιστρήσει από το χέρι.

«Πρώτα πρέπει να παραδοθείς.»

Ο άνεμος είχε κοπάσει. Ο ουρανός ήταν παράξενα καθαρός. Ο Χούμα ένιωσε τον ήλιο να του ζεσταίνει το κορμί.

Η πύλη είχε σχεδόν εξαφανιστεί.

Η δρακοβασίλισσα ήταν εντελώς ακίνητη. Ήταν σχεδόν σαν νεκρή. Ο Χούμα τράβηξε τη λόγχη από την άκρη κι έσκυψε από πάνω της.

Ένα κεφάλι δράκου, πράσινο σμαραγδί, τινάχτηκε εναντίον του. Ο Χούμα τραβήχτηκε, αλλά ήταν αργά.

Μια πυκνή στήλη τοξικού, πράσινου αερίου τον χτύπησε σφυρίζοντας και τον τύλιξε πριν προλάβει να σκεφτεί. Έπεσε μπρούμυτα και αυτή τη φορά το χέρι του που κρατούσε τη λόγχη χαλάρωσε ολότελα. Το όπλο έπεσε από το χείλος του γκρεμού. Ο άτυχος ιππότης έπεσε κι εκείνος προς τη δρακοβασίλισσα. Σε κάθε του αναπήδηση πάνω στον πετρώδη κρατήρα έβγαζε και από ένα ουρλιαχτό.

Κι άλλοτε είχε νιώσει πόνο, αλλά τώρα καταλάβαινε το πραγματικό νόημα της λέξης. Ούρλιαζε απανωτά, αλλά δεν πέθανε.

Ζεις ακόμα! Τι χρειάζεται για να πεθάνεις; Ένας κοινός θνητός είσαι!

Τότε ο Χούμα, παρά τον πόνο του, γέλασε.

«Ανήκω στον Πάλανταϊν, ανήκω στην Γκουίνεθ. Κανείς τους δε θα σου επιτρέψει να με πάρεις!»

Ο Χούμα άρχισε να σηκώνεται. Έβηχε και τα χέρια του έτρεμαν. Είχε εισπνεύσει πάρα πολύ δηλητηριώδες αέριο. Η πτώση του είχε τσακίσει το κορμί και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σταθεί όρθιος – τόσο πολύ γυρνούσε το κεφάλι του. Ήξερε ότι, παρά τα λεγόμενά του, δεν είχε πολλή ζωή ακόμα.

«Έρχονται, Τακίσις»

Ποιοι;

«Οι υπόλοιπες Δρακολόγχες. Πάνω από εκατό. Ο πόνος και η αγωνία σου στο εκατονταπλάσιο. Σου προσφέρω μια ευκαιρία. Εκείνοι δε θα κάνουν το ίδιο. Το ξέρεις.»

Δεν μπορούν να με σκοτώσουν!

«Μπορούν να σε κάνουν να υποφέρεις αιώνια.»

Δ εν μπορούν! Η ισορροπία! Εσύ το είπες!

«Και τι τους νοιάζει εκείνους η ισορροπία; Αυτοί θέλουν την ειρήνη. Αυτό θα σου πουν.»

Μεγάλη παύση. Τα μάτια του Χούμα άρχισαν να κλείνουν, αλλά κατάφερε να τα ανοίξει και πάλι.

«Δε θα μπορέσεις να λευτερωθείς πριν έρθουν. Ακόμα κι αν εγώ πεθάνω, εκείνοι θα σε πιάσουν. Μια θεά στο έλεος των θνητών.»

Τι ζητάς;

Ήταν ολοφάνερο ότι η Τακίσις δυσκολευόταν πολύ να συνεχίσει. Μόνο ένα κεφάλι κοίταζε πια τον Χούμα. Τα άλλα ταλαντεύονταν ανεξέλεγκτα.