«Αποσύρσου από τον Κριν.»
Εγώ…
«Φύγε τώρα!»
Πολύ καλά.
«Πάρε και τους δράκους σου μαζί. Δεν πρέπει να ξανάρθουν ποτέ στον Κριν. Πάρ’ τους μαζί σου.»
Κι άλλη παύση.
«Ορκίσου το» πρόσθεσε ο Χούμα.
Εκείνη δίστασε.
Τ’ ορκίζομαι.
«Θέλω να σε ακούσω να ορκίζεσαι σε ό,τι έχεις ιερό.»
Είδαν κι οι δυο τους το μοναχικό δράκο να πετάει από πάνω τους και άκουσαν τη φωνή του αναβάτη του, μια φωνή που ο Χούμα γνώριζε καλά.
Ο Καζ. Η φωνή του έτρεμε και ο δράκος του ήταν ολοφάνερα κουρασμένος, αλλά πετούσαν διαγράφοντας κύκλους, έτοιμοι να πλησιάσουν.
«Ο χρόνος σου τελειώνει, βασίλισσα.»
Ορκίζομαι ότι θ’ αποσ… αποσυρθώ (ρίγησε από τον πόνο και για μια στιγμή ο Χούμα φοβήθηκε ότι θα τον έλιωνε με το βάρος της) από τον Κριν μαζί με τα παιδιά μου, για όσο καιρό ο κόσμος είναι ακέραιος. Τ’ ορκίζομαι στο…
Το είπε. Στο επέκεινα. Στον ύψιστο θεό.
Ο Κεραυνός προσγειώθηκε εκεί κοντά, με μάτι άγρυπνο. Ο Καζ, αδιαφορώντας για τον όγκο της κακόβουλης δρακοβασίλισσας, έτρεξε κοντά στον Χούμα.
«Νίκησες! Τη νίκησες!» Ο Καζ σταμάτησε αποτόλμα και η έκφρασή του σοβάρεψε. «Είμαι μάρτυρας, Χούμα. Θα το θυμάμαι όσο θυμάμαι και τους προγόνους μου.»
Ο Χούμα τον έκανε να σωπάσει με το βλέμμα. «Καζ, πρέπει να βγάλεις τη Δρακολόγχη από το κορμί της.»
«Τι;» Ο Καζ σηκώθηκε και κοίταξε τον Χούμα σαν να είχε χάσει τα μυαλά του. «Να τη λευτερώσω; Θα γίνει χαμός! Θα πεθάνουμε – αν είμαστε τυχεροί!»
Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι. Μου ορκίστηκε. Μπορώ να σε βεβαιώσω ότι…» έκλεισε τα μάτια «…ότι θα φύγει.»
«Δεν μπορώ να το κάνω!»
«Καζ.» Ο Χούμα μόρφασε. «Της το υποσχέθηκα. Είναι θέμα τιμής για μένα. Εσύ καταλαβαίνεις από τιμή. Στην αρχαία γλώσσα λέμε “Εστ Σουλάρις οθ Μίθας.” Η τιμή μου είναι η ζωή μου.»
Ο μινώταυρος κοίταξε μια τον ιππότη και μια τη θεά. Εκείνη, σιωπηλή, έτρεμε από τον πόνο.
«Βιάσου. Τη λόγχη, την τιμή μου – οι άλλοι δε θα σε αφήσουν.»
Διστακτικά, ο μινώταυρος άρχισε να κινείται. «Η τιμή μου» είπε μονολογώντας σχεδόν, με τα μάτια καρφωμένα στο σκοπό του «είναι η ζωή μου.»
Τα κεφάλια της δρακοβασίλισσας γύρισαν προς το μέρος του, αλλά μόνο ένα, το ύπουλο πράσινο, έμεινε καρφωμένο πάνω του. Τα άλλα κουνιόνταν απλώς μπρος-πίσω, λες και ήταν ολότελα ανεξέλεγκτα.
Η λόγχη ήταν βαθιά καρφωμένη στη βάση του λαιμού του μπλε κεφαλιού. Με μεγάλη αηδία και αρκετό φόβο, ο Καζ σκαρφάλωσε πάνω στην Τακίσις, τη Σκοτεινή Βασίλισσα.
Ο πράσινος δράκος τον κοίταζε έντονα.
Σε μια επίδειξη τρελής παλικαριάς, ο πελώριος πολεμιστής ρουθούνισε περιφρονητικά. Ζάρωσε βλέποντας το κεφάλι έτοιμο να τον χτυπήσει, αλλά εκείνο γύρισε και κοίταξε βλοσυρά την πηγή της αγωνίας της βασίλισσας.
«Θεοί» μουρμούρισε ο Καζ. Θυμήθηκε τον όρκο και σιώπησε. Είχε φτάσει τη Δρακολόγχη. Την έπιασε γερά και την τράβηξε.
Η Δρακολόγχη βγήκε χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Ο Καζ έχασε την ισορροπία του και έπεσε κατρακυλώντας από την κολοσσιαία μορφή, με τη λόγχη πάντα στο χέρι.
Ένα φρικτό γέλιο που σου μούδιαζε το μυαλό πλημμύρισε τον αέρα.
Ο Καζ σταμάτησε, γύρισε και κοίταξε ψηλά.
Η Τακίσις ήταν εκεί, σε όλο το κολασμένο της μεγαλείο. Με τα φτερά ανοιχτά, να αγκαλιάζουν ολόκληρο τον ουρανό. Τα πέντε της κεφάλια κοίταζαν τους ουρανούς γελώντας. Ο πόνος, οι πληγές, ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Πέντε τρομερά κεφάλια δράκων κοίταξαν τον ανήμπορο, τσακισμένο ιππότη κι έπειτα το μινώταυρο που την είχε λευτερώσει. Σε καθένα τους απλωνόταν κι από ένα χαιρέκακο χαμόγελο.
Ο ουρανός γέμισε φλόγες και ο Καζ αναγκάστηκε να καλύψει τα μάτια του.
Όταν τα άνοιξε ξανά, ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος και ο ήλιος, ο τόσο καιρό ξεχασμένος ήλιος, έλαμπε μεγαλόπρεπα, θριαμβευτικά.
Ο ήλιος είχε ξαναβρεί τη λάμψη του. Ο Χούμα δεν ένιωθε πια κρύο, αλλά ούτε και ζέστη. Νύστα. Αυτό ένιωθε. Στην ανοιχτή του παλάμη είδε το μενταγιόν του Άρχοντα Έιβοντεϊλ. Το πρόσωπο του Πάλανταϊν έλαμπε ζωηρά στο φως του ήλιου. Η ματιά του ήταν υπερβολικά έντονη. Ο Χούμα έκλεισε τα μάτια. Δεν μπορούσε να σφίξει το φυλαχτό. Δεν πείραζε. Όταν θα έπεφτε ο ήλιος, θα το κοίταζε ξανά.
Η σκέψη του πήγε στην Γκουίνεθ και στο τι θα έκαναν τώρα που ο πόλεμος είχε τελειώσει.
Κεφαλαίο 32
«Ένα ναό. Σου χτίζουν έναν αναθεματισμένο ναό, εσένα, που το μόνο που ήθελες ήταν ένας απλός τόπος ανάπαυσης.»
Ο Καζ έστρεψε το άλογό του πέρα από το μεγαλόπρεπο τάφο. Ο Άρχοντας Όσγουολ συμμεριζόταν την απέχθεια του μινώταυρου για τα περίτεχνα στολίδια, τα οποία δεν άρεσαν καθόλου στον Χούμα όσο ζούσε, αλλά έπρεπε να λάβει κι άλλα πράγματα υπόψη του.