Οι δυο δράκοι πλησίασαν με άγριους βρυχηθμούς. Νύχια έσκισαν τον αέρα κι ένα νύχι βυθίστηκε στο αντιβράχιο της ασημένιας δράκαινας. Εκείνη, με τη σειρά της, έσκισε το εκτεθειμένο στήθος του μαύρου, αφήνοντας μεγάλες, διαγώνιες νυχιές πάνω του.
Ο θωρακοφόρος πολεμιστής στριφογύρισε ένα φονικό, διπλό τσεκούρι και ο Χούμα έσκυψε από ένστικτο για να τον αποφύγει. Καθώς συμπλέκονταν οι δυο δράκοι, ο Χούμα μπόρεσε να βρεθεί σε θέση που του επέτρεπε να ανταποδώσει το χτύπημα.
Οι άλλοι αναβάτες περίμεναν γεμάτοι νευρικότητα, με τους δράκους τους να τσιρίζουν άγρια που δεν τους επέτρεπαν να μπουν στη μάχη.
Τότε η ασημένια δράκαινα βρήκε με τα νύχια της το μαύρο δράκο στη μια φτερούγα και εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο. Ο μαύρος αναβάτης πετάχτηκε στο πλάι, κι έμεινε ανοιχτός στην επίθεση του Χούμα. Χωρίς να το σκεφτεί, ο ιππότης χτύπησε το άνοιγμα κάτω από τον ώμο του αντιπάλου του. Η αιχμή τρύπησε εύκολα τους λεπτούς κρίκους και η φόρα της την έσπρωξε βαθύτερα. Ο δρακοκαβαλάρης βόγκηξε κι έγειρε πίσω.
Μια χορωδία κραυγών από δράκους και πολεμιστές ειδοποίησε το μαύρο δράκο για τον τραυματισμό του αναβάτη του. Με ξέφρενες κινήσεις, ο μαύρος απομακρύνθηκε από την ασημένια.
Ο Χούμα ετοιμάστηκε για τη μαζική επίθεση που θα επακολουθούσε, αλλά, όλως περιέργως, ο εχθρός δεν εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημά του. Οι υπόλοιποι δράκοι σχημάτισαν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από το μαύρο δράκο και το βαριά πληγωμένο αναβάτη του και τα έξι τέρατα στράφηκαν προς τα κει απ’ όπου είχαν έρθει. Ο εχθρός απομακρύνθηκε πετώντας, κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα της ασημένιας δράκαινας και του ιππότη.
Ο Χούμα μπόρεσε να ανασάνει ήρεμα ξανά.
Από κάτω του η ασημένια δράκαινα ξαναβρήκε και αυτή την αυτοκυριαρχία της. Οι πληγές αιμορραγούσαν ακόμα και ο Χούμα αναρωτήθηκε πόσο βαθιές να ήταν.
Εκείνη τον κοίταξε λες και του απαντούσε, με την έγνοια αποτυπωμένη σε κάθε της κίνηση.
«Πληγώθηκες;»
«Όχι. Εσύ; Χρειάζεσαι βοήθεια;» Πώς γιατρεύεις άραγε ένα δράκο; «Δεν ξέρω αν μπορώ να σε βοηθήσω, αλλά μπορώ να προσπαθήσω.»
Εκείνη κούνησε το λαμπερό κεφάλι της. «Μπορώ να γιατρευτώ μόνη μου. Λίγη ξεκούραση χρειάζομαι μόνο. Αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι οι περίεργες συνθήκες αυτής της μάχης. Αυτή ήταν κάτι παραπάνω από απλή περίπολος. Δεν μπορώ να σκεφτώ την απάντηση, αλλά νομίζω πως ήταν κάποιο σημάδι.»
Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά. «Πρέπει να μαζέψουμε τον Καζ και να τρέξουμε στον Άρχοντα Όσγουολ. Θα θέλει να τα μάθει όλα.»
Η ασημένια δράκαινα έσκυψε προς τα κάτω και είδε κάτι που την έκανε να χαμογελάσει κυνικά. «Φαίνεται πως έχουμε κι άλλους επισκέπτες» είπε. «Κάποιους που νομίζω πως δε θα χαρούν να δουν ένα μινώταυρο ανάμεσά τους.»
Ο Χούμα ακολούθησε το βλέμμα της και τους είδε. Ιππότες της Σολάμνια. Πάνω από είκοσι, λογάριασε. Μια περίπολος με τη δική της σημαία. Η ασημένια δράκαινα είχε δίκιο. Το πιθανότερο ήταν πως οι ιππότες θα σκότωναν τον Καζ, με τίμημα βέβαια τη ζωή μερικών δικών τους.
Ο Καζ, κρυμμένος στα απομεινάρια του κάρου του αγρότη και αγνοώντας την ύπαρξη των ιππέων που έρχονταν από πίσω του, σηκώθηκε να χαιρετήσει τον Χούμα και την ασημένια δράκαινα. Ακόμα κι αν οι ιππότες δεν είχαν δει το μινώταυρο, η προσγείωση της δράκαινας δε θα τους ξέφευγε. Ένας ιππότης εντόπισε το ταυροκέφαλο πλάσμα και φώναξε για να προειδοποιήσει τους άλλους. Αμέσως η περίπολος όρμησε σε πλήρη επίθεση. Ο μινώταυρος γύρισε απότομα ακούγοντας το βροντερό θόρυβο, κι απόμεινε για μια στιγμή ακίνητος. Ύστερα, το πολεμικό τσεκούρι που του είχε αφήσει ο Χούμα βρέθηκε να στριφογυρίζει ανυπόμονα στα χέρια του. Σπαθιά σηκώθηκαν και λόγχες σημάδεψαν.
Ο Χούμα δεν μπόρεσε να σκεφτεί να κάνει παρά ένα πράγμα μονάχα: φώναξε το σχέδιό του στην ασημένια δράκαινα. Οι πολεμιστές σήκωσαν κατάπληκτοι τα μάτια και η τακτική τους επέλαση έγινε άτακτη, καθώς ξέχασαν στιγμιαία τα πάντα μπροστά στο θαυμαστό κάτοικο του ουρανού. Η ασημένια δράκαινα χαμήλωσε πίσω από τον Καζ και κατάφερε να τον αρπάξει από τους ώμους. Ο Καζ έβγαλε μια ξαφνιασμένη κραυγή κι άφησε το τσεκούρι του να πέσει, ενώ τα μεγάλα νύχια της του έσφιξαν και τους δυο ώμους και τον σήκωσαν στον αέρα. Οι ιππότες τράβηξαν άγρια τα χαλινάρια προσπαθώντας απεγνωσμένα να σταματήσουν τα άλογά τους, ενώ ταυτόχρονα ζητωκραύγαζαν νομίζοντας πως παρακολουθούν το τέλος ενός διαγουμιστή μινώταυρου.
Ο Καζ συνέχισε να αραδιάζει στη σειρά κάτι βρισιές που θα έκαναν και το χειρότερο ληστή να κοκκινίσει, αλλά ήταν εντελώς ανίσχυρος στα νύχια της δράκαινας. Μόλις βρέθηκαν λίγο πιο μακριά, η δρακόντισσα τον άφησε απαλά στο έδαφος και προσγειώθηκε εκεί κοντά.