Το τελευταίο ήταν η κριτική του για την έλλειψη εμπιστοσύνης των ιπποτών προς ένα δικό τους. Οι ιππότες σάλεψαν αμήχανα. Δεν τους άρεσε να ιππεύει μαζί τους ελεύθερος ένας τόσο δυνατός αιχμάλωτος. Η ασημένια δράκαινα τους κοίταζε με μια έκφραση συγκρατημένης χαράς. Το πρόσωπο του Ρέναρντ ήταν ανέκφραστο, αλλά ο Χούμα βρήκε την παρατήρηση διασκεδαστική.
Ο περιπολάρχης έδειξε πίσω του με τον αντίχειρα. «Έχουμε λίγα παραπανίσια άλογα. Τα μαζέψαμε κανένα μίλι πιο πίσω. Νομίζω ότι το ένα τους είναι αρκετά ψηλό και δυνατό για να σηκώσει το μινώταυρο. Όταν βολευτείτε, θέλω τους δυο σας μπροστά. Έχουμε πολλά να κουβεντιάσουμε, κι εσένα, Ιππότη Χούμα, πρέπει να είναι μάλλον ενδιαφέρουσα η αναφορά σου.»
Οι άλλοι ιππότες παραμέρισαν για να περάσουν ανάμεσά τους ο Καζ με τον Χούμα. Υπήρχαν πέντε παραπανίσια άλογα –τέσσερα πολεμικά κι ένα καματερό, παρατημένο προφανώς από τον ιδιοκτήτη του. Το καματερό και δυο από τα πολεμικά αποδείχτηκαν ακατάλληλα για ίππευση και τα έπαιρναν μαζί τους κυρίως για το κρέας που υπήρχε κολλημένο στα κόκαλά τους. Το ψηλότερο άλογο –και μοναδικό που ήταν ικανό να σηκώσει το μεγαλόσωμο μινώταυρο– ήταν νευρικό, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορεί να το κάνει καλά ο Καζ. Ο Χούμα βρήκε έναν γκριζωπό, ασημένιο κέλητα που του άρεσε από την πρώτη στιγμή. Μόλις καβάλησαν, πλησίασαν ξανά τον Ρέναρντ.
Ο Χούμα κοίταξε την ερημιά ολόγυρά του. «Τι συνέβη εδώ;»
Η απουσία συναισθήματος έκανε ακόμη πιο φρικτά τα λόγια του Ρέναρντ. «Τι συμβαίνει συνήθως, Χούμα; Οι μάγοι διεξάγουν τους προσωπικούς τους πολέμους και ανασκάπτουν τη γη, αφήνοντας σ’ αυτούς που είναι δεμένοι μαζί της μονάχα βράχια και κρατήρες. Ό,τι απομείνει εύφορο και πράσινο το καίνε, το παγώνουν ή το ρημάζουν οι δράκοι. Μέχρι να συναντηθούν οι εχθρικοί στρατοί, δεν έχουν μείνει και πολλά που ν’ αξίζουν τη μάχη.»
Ο Ρέναρντ τα είχε πάντα με τους μάγους. Κανείς δεν ήξερε γιατί. Ο Χούμα δεν του είχε αναφέρει ποτέ τον Μάτζιους, για να μην αποξενωθούν και χάσει ένα δυσεύρετο υποστηρικτή.
«Χάσαμε;»
«Τέλμα. Απλώς η μάχη μεταφέρθηκε βόρεια, αν και μας έστειλαν να βεβαιωθούμε ότι η υποχώρηση τους στο Βορρά δεν ήταν προσποιητή. Ήμασταν έτοιμοι να γυρίσουμε όταν σας είδαμε.»
Η ασημένια δράκαινα, που στεκόταν υπομονετικά σιωπηλή όλη αυτή την ώρα, μπήκε τελικά στην κουβέντα. «Δεν είδατε λοιπόν τους δρακοκαβαλάρηδες;»
Το κεφάλι του Ρέναρντ τινάχτηκε προς τα πάνω και οι υπόλοιποι ιππότες σφίχτηκαν. «”Δρακοκαβαλάρηδες” είπες;»
«Έξι ήταν. Όλοι τους ντυμένοι στα μαύρα και καβάλα σε κόκκινους δράκοντες, εκτός από τον αρχηγό τους, που ίππευε έναν πελώριο μαύρο. Φαίνονταν να ψάχνουν, μέχρι που είδαν εμάς. Προσπάθησα να κερδίσω λίγο χρόνο, αλλά ο ιππότης σου αρνήθηκε να μ’ εγκαταλείψει. Επέμενε να πάρει μέρος στη μάχη»
Με τα περισσότερα πρόσωπα κρυμμένα από τις προσωπίδες, ο Χούμα δεν μπορούσε να διακρίνει τις αντιδράσεις των συντρόφων του. Κάποιοι –λίγοι– φάνηκαν να συμφωνούν με ελαφρά καταφατικά νεύματα, ενώ κάποιος ακούστηκε να μουρμουρίζει κάτι περί περιττής επιπολαιότητας. Στο μεταξύ ο Ρέναρντ φαινόταν γεμάτος έγνοια.
«”Έναν πελώριο μαύρο” είπες;»
«Το μεγαλύτερο. Αλλά νέο. Ο αναβάτης του αποφάσισε να μονομαχήσει μαζί μας. Το κάναμε, αλλά τότε συνέβη κάτι παράξενο. Ο Χούμα τον πλήγωσε βαριά και ο μαύρος αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη μονομαχία. Αντί να θελήσουν να εκδικηθούν, οι υπόλοιποι ακολούθησαν το μαύρο για να βρουν βοήθεια για το σακατεμένο αρχηγό τους. Αν μας είχαν επιτεθεί όλοι μαζί, θα μας είχαν κατασφάξει. Ακόμη δεν μπορώ να το καταλάβω.»
Το πρόσωπο του Ρέναρντ παρέμεινε χαρακτηριστικά ανέκφραστο. Πόσο τον ανησυχούσαν τα νέα, δύσκολο να πεις. Όταν μίλησε, ήταν λες και η ιστορία της επίθεσης είχε φύγει κιόλας από το μυαλό του. «Οφείλω να σ’ ευχαριστήσω για την υπηρεσία που πρόσφερες στο δικό μας. Θα έρθεις μαζί μας; Δεν ξέρω τίποτα από θεραπείες τραυμάτων δράκου, αλλά αν μπορούν να βοηθήσουν οι δυνάμεις ενός κληρικού της Μισακάλ, υπάρχουν κάμποσοι με την κύρια δύναμή μας.»
Το τεράστιο πλάσμα τέντωσε τις φτερούγες του –πράγμα που καταπτόησε κάμποσους ιππότες και άλογα– και αρνήθηκε την προσφορά. «Αρκούν τα δικά μου ταλέντα. Μόνο ανάπαυση χρειάζομαι. Θα γυρίσω στους δικούς μου. Μπορεί να με δεις αργότερα.» Η τελευταία παρατήρηση απευθυνόταν περισσότερο στον Χούμα παρά στον Ρέναρντ.
«Ενθουσιάστηκα που σε γνώρισα, έστω και για λίγο, Ιππότη Χούμα» συνέχισε η δράκαινα. «Καλά νέα να έχεις. Ας σε προστατεύει ο Πάλανταϊν.»