Το σκοτάδι σύρθηκε προς το μέρος τους και τους καλωσόρισε.
Ήταν το ίδιο σαν να πολεμούσαν μεσάνυχτα χωρίς φεγγάρι. Ακούγονταν τα ουρλιαχτά των τραυματισμένων και των ετοιμοθάνατων και οι δυνατές φωνές των πολεμιστών κι από τις δύο πλευρές. Ζοφερά, τεράστια πλάσματα έσκιζαν τον αέρα. Καμιά φορά χτυπούσαν τις μορφές στο έδαφος, αλλά χωρίς να καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια. Ο πανικός για τους δράκους δεν είχε εξαπλωθεί ακόμα. Στο έδαφος επικρατούσε τεράστιο χάος. Οι δράκοι θα μπορούσαν να σκοτώνουν ακόμη και τους συμμάχους τους.
Λαμπρές εκρήξεις καθαρής δύναμης αποκάλυπταν μέρος της σφαγής που μαινόταν στο πεδίο της μάχης. Μάγοι του Λευκού και του Ερυθρού Χιτώνα πάλευαν με τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα. Η έγνοια τους για τα όρια της σύνεσης στερούσε από τους Μάγους του Λευκού και του Ερυθρού Χιτώνα τη νίκη. Η απροσεξία εμπόδιζε τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα να την επιτύχουν. Υπήρχε όμως κάποιο αποτέλεσμα. Αυτή η τεράστια μαυρίλα που είχε απλωθεί τόσο γοργά σταμάτησε πια τη φονική της πορεία – και φάνηκε μάλιστα να υποχωρεί λιγάκι. Οι Μελανοί Χιτώνες δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις επιθέσεις ενάντια στους συναδέλφους τους και η δύναμη του μαύρου σύννεφου κάμφθηκε για κάμποση ώρα.
Ξαφνικά ο ουρανός γέμισε δράκους, πιο πολλούς απ’ όσους μπορούσε να φανταστεί κανείς. Είχαν συγκεντρωθεί αργά και αθόρυβα γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Καθώς το σκοτάδι υποχωρούσε, ξεχείλισαν μέσα από το σύννεφο. Ήταν πολύ περισσότεροι απ’ όσους πολεμούσαν στο πλευρό των ιπποτών. Κόκκινοι, μαύροι, πράσινοι, γαλάζιοι – ο ουρανός γέμισε με τα χρώματα του θανάτου.
Αν και υστερούσαν αριθμητικά, οι δράκοι του Φωτός υψώθηκαν να τους αντιμετωπίσουν. Δεν ήταν αρκετοί. Τα παιδιά της δρακοβασίλισσας άρχισαν γρήγορα να διασπούν τις γραμμές των ιπποτών. Ο απώτερος σκοπός τους βρισκόταν πέρα από αυτές. Πλημμύριζαν με το πλήθος τους τις περιοχές των λόφων, προστατεύοντας τα ογκρ και τους άλλους γήινους συμμάχους τους, που πλέον ξεχύνονταν περισσότερο πολυάριθμοι από τους ίδιους τους λόφους. Κυκλωμένοι κιόλας από πολύ περισσότερους εχθρούς, οι τσακισμένοι από τη μάχη ιππότες στράφηκαν στην ομάδα των νεοφερμένων για λίγη ανάπαυλα.
Με τα σπαθιά υψωμένα και τις λόγχες προτεταμένες, οι ιππότες του Ρέναρντ σχημάτισαν παράταξη μάχης. Οι δράκοι που περνούσαν από πάνω τους δεν τους πτόησαν. Η γραμμή θα κρατούσε.
Ο Χούμα ήταν ένας από αυτούς που δεν είχαν λόγχη, αλλά ήξερε ότι σύντομα το σπαθί του θα έβρισκε αντίπαλο. Ανυπομονώντας να βάλουν τέλος στο τέλμα, τα ογκρ προχωρούσαν ήδη. Το πρώτο κύμα χτύπησε την ώρα που ο Χούμα και οι σύντροφοί του πλησίαζαν ακόμα τη μάχη. Τα πολεμικά άλογα καθυστερούσαν στο λοφώδες έδαφος. Ο Χούμα είδε ένα άλογο να σκοντάφτει και τον ιππέα του να πέφτει, ενώ κάμποσα άλλα παραπάτησαν. Ύστερα βρέθηκαν να χτυπούν το μέτωπο της επίθεσης των ογκρ.
Το ατσάλι άστραφτε ολόγυρά του κι όλοι ούρλιαζαν μέσα στο μαύρο σκοτάδι. Ο Χούμα απόδιωχνε απεγνωσμένα κάθε όπλο που ερχόταν προς το μέρος του και σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, σκότωσε κάμποσα ογκρ. Ένα ογκρ τον κοίταξε καταπρόσωπο. Ήταν τριχωτό και άγριο, με μακριά, μυτερά δόντια σαν του μινώταυρου κι ένα πλατύ, ανέκφραστο πρόσωπο με μάτια κόκκινα ολόγυρα. Η ανάσα του ήταν βρομερή. Ο Χούμα το κλότσησε μακριά.
Ένα γέλιο παράξενα ταιριαστό στην αγριότητά του έφτασε στ’ αυτιά του. Ανάμεσα στους αντιπάλους, κουνώντας το τσεκούρι του μπρος-πίσω, ο πελώριος Καζ προχωρούσε ορμητικά σαν το χάος και το θάνατο μαζί. Κάθε τσεκουριά είχε το θύμα της. Η δίψα του αίματος γυάλιζε στα μάτια του γιγαντιαίου πλάσματος και έπειτα ο Καζ χάθηκε από τα μάτια του νεαρού ιππότη, που κάμποσα ογκρ όρμησαν να του πάρουν τη ζωή.
Ένα τσεκούρι του έσκισε το πόδι. Το μόνο που τον γλίτωσε από τον ακρωτηριασμό ήταν ότι το δικό του χτύπημα είχε προηγηθεί και ήταν εύστοχο. Το πλάσμα ήταν κιόλας νεκρό τη στιγμή που του το ανταπέδιδε. Όμως ο Χούμα ταράχτηκε κι έχασε για μια στιγμή τον έλεγχο. Παραλίγο να του πέσει το σπαθί κι αν δεν υπήρχε ο Ρέναρντ, θα τον είχαν πετσοκόψει επιτόπου. Ο ψηλός ιππότης άνοιγε δρόμο ανάμεσα στους εχθρούς με μεθοδικές σπαθιές. Τα ογκρ προσπαθούσαν να αποφύγουν αυτή τη φονική μηχανή, αλλά ο Ρέναρντ ήταν εύστοχος. Ο Χούμα τον παρακολουθούσε. Εκείνη τη στιγμή, μικρή ήταν η διαφορά ανάμεσα στον ιππότη και το μινώταυρο.
Ακόμα κι έτσι όμως, η επίθεση δεν ήταν αρκετή κι όλα έδειχναν ότι οι ιππότες θα πάθαιναν πανωλεθρία. Τότε μπήκαν στη μάχη κι άλλα τεράστια πλάσματα, αυτή τη φορά από την πλευρά των κατοίκων της Σολάμνια. Είχαν φτάσει ενισχύσεις. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός κράτησε για λίγο. Άλλο ένα ογκρ όρμησε στον Χούμα.