Выбрать главу

Απότομα, όπως είχε δημιουργηθεί, η ζοφερή μαυρίλα εξαφανίστηκε. Η αντίσταση των μάγων της βασίλισσας λύγισε. Οι ιππότες όρμησαν μπροστά με ανανεωμένη ελπίδα. Ο Χούμα είδε τη γη να ανατινάζεται και τα μέσα του τρεμούλιασαν στη θέα αμέτρητων πολεμιστών του εχθρού που τινάζονταν στον αέρα, για να ξαναπέσουν με βρόντο στη γη ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα.

«Χούμα!»

Η φωνή ήταν του Ρέναρντ κι έμοιαζε με προειδοποίηση. Ο Χούμα στράφηκε προς την κατεύθυνση που ερχόταν η φωνή, ενώ η σκιά ξανάπεφτε απότομα. Κάποιος τον άρπαξε. Ο Χούμα κατάφερε να φέρει το σπαθί του ανάμεσά τους και να τρυπήσει το λαρύγγι του αντιπάλου του.

Έστρεψε το άλογό του μέσα στο σκοτάδι, αναζητώντας τους συντρόφους του με τη βοήθεια μονάχα της ακοής. Αυτό ήταν και η καταστροφή του, γιατί κάτι βαρύ πέταξε μέσα στη νύχτα και τον χτύπησε βαριά στο πίσω μέρος της περικεφαλαίας του.

Έγειρε μπροστά και γλίστρησε από το άλογό του.

Ο Χούμα δε φανταζόταν ότι ο θάνατος ήταν τόσο όμορφος, ούτε τόσο ευγενικός. Εκείνη άπλωσε το χέρι και του σκούπισε το μέτωπο ανασηκώνοντάς του κάπως το κεφάλι για να μπορέσει να πιει λίγο νερό.

Το νερό τού καθάρισε λιγάκι το μυαλό και κατάλαβε ότι δεν ήταν νεκρός. Το πρόσωπο από πάνω του δεν ήταν του θανάτου αλλά μιας νέας, όμορφης γυναίκας με άσπρα –όχι, ασημένια– μαλλιά. Τα μαλλιά της τον μάγεψαν τόσο που προσπάθησε ν’ απλώσει το χέρι του για να τ’ αγγίξει. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο πόνος που προκλήθηκε από την απλή αυτή κίνηση ήταν ικανός να τον βυθίσει ξανά στο σκοτάδι.

«Έχεις σκοπό να ξυπνήσεις;»

Η τραχιά αλλά γεμάτη έγνοια φωνή διέλυσε τη θολούρα του μυαλού του Χούμα. Τα μάτια του τρεμόπαιξαν, άνοιξαν κι έκλεισαν ξανά, σφιχτά, εξαιτίας του φωτός.

«Λίγο φως δεν πρόκειται να σε σκοτώσει, αφού δεν τα κατάφεραν τα ογκρ και οι δράκοντες.»

Ο Χούμα τόλμησε να προσπαθήσει ξανά, πιο αργά αυτή τη φορά. Λιγοστό φως διαπέρασε τις βλεφαρίδες του.

Άνοιξε τα μάτια του λίγο περισσότερο και κάποιες μορφές άρχισαν να παίρνουν σχήμα ολόγυρά του. Κυρίαρχη ανάμεσά τους, η άσχημη, ζωώδης φάτσα του μινώταυρου.

«Καζ;» η φωνή του τον τρόμαξε. Ήταν κάτι παραπάνω από ασθενικό κρώξιμο.

«Το βρήκες.»

Ο Χούμα κοίταξε ολόγυρά του. Βρισκόταν σε μια σκηνή που χρησιμοποιούσαν οι ιππότες για τους τραυματίες. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα ράντσα ήταν άδεια και τα λιγοστά που δεν ήταν είχαν πάνω τους κάποια πλάσματα βυθισμένα σε ύπνο βαθύ – ή ίσως σε κάτι πιο βαθύ από τον ύπνο. Υπέφερε. Ο πόνος επέστρεψε.

«Τι μου συνέβη;»

Στην κτηνώδη μορφή απλώθηκε ένα σχεδόν ανθρώπινο χαμόγελο και ο Καζ γέλασε βαθιά. «Και τι δε σου συνέβη, να λες. Πρώτον, παραλίγο να φας κατάφατσα την πλατιά πλευρά ενός τσεκουριού. Μη φοβάσαι, σ’ έγδαρε μονάχα από τη μία μεριά του προσώπου. Γλίστρησες κι έπεσες και παραλίγο να σε ποδοπατήσουν μέχρι θανάτου. Το ευχάριστο είναι ότι όλη αυτή την ώρα ήσουν αναίσθητος. Είναι θαύμα που δεν έσπασες κανένα κόκαλο, φίλε Χούμα. Είσαι βέβαια ολόκληρος μια μελανιά.»

«Πονάω παντού.»

«Λογικό. Πες μου, έτσι απρόσεχτος είσαι συνήθως;»

Ο Χούμα χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του –όπως και καθετί άλλο– αποδείχτηκε οδυνηρό.

«Ξύπνησε;»

Ξεχνώντας τον πόνο, γύρισε γοργά το κεφάλι του προς τη μελωδική φωνή και κοίταξε τη μορφή των οραμάτων του. Τα ασημένια μαλλιά πλαισίωναν το πρόσωπό της. Το φόρεμά της ήταν όμοιο με αυτό των θεραπευτών της Μισακάλ, μόνο που κανένα μενταγιόν δεν κοσμούσε τον απαλό, αλαβάστρινο λαιμό της. Το φόρεμα δεν έκρυβε τα θηλυκά χαρακτηριστικά της – και ο Χούμα πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει αλλού πριν καταστρέψει τα πάντα φέρνοντάς τη σε δύσκολη θέση.

«Ξύπνιος, ζωντανός και με λιγότερους πόνους απ’ όσο περίμενε προφανώς.» Ο μινώταυρος σηκώθηκε. «Σ’ αφήνω στα χέρια αυτής της θεραπεύτριας, Χούμα. Όσο εσύ αναπαυόσουν, εμένα με είχαν και δούλευα, περιγράφοντας –όπως μπορούσα– τα πολεμικά σχέδια των πρώην αφεντάδων μου.»

«Σου επιτρέπουν να κυκλοφορείς ελεύθερος στο στρατόπεδο;» Αν ναι, ήταν μια εκπληκτική χειρονομία εκ μέρους των ιπποτών.

Ο Καζ ρουθούνισε περιφρονητικά. «Μόνο εφόσον συνοδεύομαι από δύο οπλισμένους φρουρούς. Καταδέχτηκαν πάντως να με αφήσουν να σε επισκεφτώ μόνος μου.»

«Μας αδικείς, Καζ.»

Ο κτηνάνθρωπος κούνησε το τρομερό του κεφάλι. «Όχι, μπορεί να αδικώ εσένα και μερικούς άλλους, αλλά όχι την Ιπποσύνη γενικά.»

Ο Καζ αποχώρησε καμαρωτός χωρίς να πει τίποτε άλλο. Ο Χούμα τον παρατηρούσε καθώς έφευγε. Τα ξαναμμένα του λόγια τον είχαν πληγώσει. Άξιζε τέτοια στάση η Ιπποσύνη; Δεν είναι δυνατόν.