«Ενδιαφέροντες οι σύντροφοί σου.»
Ο Χούμα έστρεψε την προσοχή του ξανά στη γυναίκα. «Τι;»
Εκείνη χαμογέλασε και το χαμόγελό της δεν ήταν παρά η απόλυτη τελειότητα. Τα χείλη της ήταν σαρκώδη, κόκκινα και από πάνω τους, τέλεια τοποθετημένη, υπήρχε μια αυθάδικη μύτη και δυο αμυγδαλωτά μάτια. Το χρώμα των ματιών της ήταν σαν ηλιαχτίδα, σε απόλυτη αντίθεση με τα λαμπερά της μαλλιά. Στο σύνολό της δε φαινόταν εντελώς ανθρώπινη και ο Χούμα υποπτεύθηκε ότι μεγάλο μέρος της ομορφιάς της προερχόταν από προγόνους ξωτικά.
«Τέλειωσες;» τον ρώτησε εύθυμα.
Συνειδητοποίησε ότι τη χάζευε με απερίφραστο θαυμασμό. Το πρόσωπό του κοκκίνισε και ο Χούμα άρχισε να παρατηρεί το ταβάνι.
«Σου ζητώ συγνώμη. Δεν ήθελα να σ’ ενοχλήσω, αρχόντισσά μου» είπε. Τραύλισε ελαφρά και αυτό τον έκανε να κοκκινίσει ακόμη περισσότερο.
Το χαμόγελο πλάτυνε κι έγινε –αν είναι δυνατόν!– πιο τέλειο. «Δεν είπα ότι ενοχλήθηκα.» Πήρε ένα μουσκεμένο πανί από μια λεκάνη δίπλα του κι άρχισε να του σκουπίζει το κεφάλι. «Επίσης, δεν είμαι “αρχόντισσα”. Το “Γκουίνεθ” είναι μια χαρά. Είναι τ’ όνομά μου άλλωστε.»
Της ανταπόδωσε το χαμόγελο. «Το δικό μου όνομα είναι Χούμα.»
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Ναι, το ξέρω. Τόσο ο μινώταυρος όσο και ο ιππότης που σε έφερε εδώ το ανέφεραν κάμποσες φορές. Δεν είχα ξαναδεί μινώταυρο.»
«Ο Καζ είναι φίλος.» Ο Χούμα αποφάσισε να μην πει περισσότερα. Δεν είχε κουράγιο για περισσότερες εξηγήσεις. Του ήρθε μια σκέψη. «Ένας ιππότης, είπες. Ξέρεις ποιος;»
«Δε γίνεται να τον ξεχάσω.» Ένα ρίγος διαπέρασε την Γκουίνεθ. «Η όψη του και η φωνή του έμοιαζαν με νεκρού. Όμως ένιωσα κάποια θλίψη μέσα του.»
Ο Χούμα δεν είχε ακούσει ποτέ να περιγράφουν έτσι τον Ρέναρντ, αλλά κατάλαβε ότι με κάποιον τρόπο ο ωχρός ιππότης είχε καταφέρει να τον σώσει από το πεδίο του θανάτου.
«Είσαι καλύτερα;»
Ο πόνος είχε λιγοστέψει. «Ναι. Εσένα πρέπει να ευχαριστήσω γι’ αυτό το θαύμα;»
Εκείνη κοκκίνισε. «Όχι, εγώ απλώς βοηθάω τους θεραπευτές.»
Ο Χούμα προσπάθησε να σηκωθεί και διαπίστωσε πως ήταν υπερβολικά αδύναμος ακόμα για μια τέτοια κίνηση. Μόρφασε από τον πόνο. Η Γκουίνεθ τον κοίταξε όπως κοιτάζουμε τα άτακτα παιδιά.
«Μην το προσπαθήσεις ξανά.»
«Δε νομίζω ότι μπορώ. Κληρικός με γιάτρεψε;»
«Υπάρχουν ελάχιστοι στο στρατόπεδο. Πρέπει να δεχτείς τη λίγη βοήθεια που μπορούν να σου προσφέρουν. Ακόμα και οι θεραπευτές έχουν τα όριά τους.» Αν και χαμογελούσε ακόμα, ο τόνος της Γκουίνεθ έδειχνε ότι θεωρούσε πως οι κληρικοί είχαν φορτωθεί πολλά.
«Πού βρισκόμαστε;»
«Στο δυτικότερο δάσος της Σολάμνια. Ήσουν αναίσθητος κατά την πορεία μιας ολόκληρης μέρας. Τόσο περίπου απέχουμε από το μέτωπο.»
«Νικήσαμε;» Ο Χούμα δεν πίστευε ότι οι γραμμές τους κατάφεραν ν’ αντέξουν.
«Κανείς δε νίκησε. Τα ίδια όπως πάντα. Αν δεν ήταν η ομάδα σου, τα ογκρ θα μας είχαν διασπάσει. Ευτυχώς απέτυχαν και πάλι.» Σώπασε χαμένη στις σκέψεις της κι ύστερα άλλαξε θέμα. «Φτάνουν οι κουβέντες. Θέλεις να φας κάτι; Είσαι νηστικός δυο μέρες τώρα.»
Ο Χούμα δέχτηκε να φάει κάτι με ευχαρίστηση. Απογοητεύτηκε όμως βλέποντας την Γκουίνεθ να ανακατεύει ένα χυλό σαν κιμωλία. Εκείνη σήκωσε τα μάτια, είδε την έκφρασή του και χαμογέλασε ευχάριστα. Το κουτάλι βγήκε από τη γαβάθα. Η Γκουίνεθ έσκυψε να τον ταΐσει. Εκείνος στραβοκοίταξε το παρασκεύασμα.
«Δεν είναι τόσο κακό όσο φαίνεται, Χούμα. Δοκίμασε λίγο.» Νιώθοντας σαν παιδάκι, άνοιξε διστακτικά το στόμα. Αλήθεια ήταν. Ο χυλός είχε καλύτερη γεύση απ’ όσο περίμενε. Πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει να τρώει, πιο πολύ για να μη φανεί ανόητος στα μάτια της παρά από αληθινή επιθυμία για μια τέτοιου είδους τροφή. Χάρηκε πραγματικά όταν εξαφανίστηκε και η τελευταία κουταλιά.
Η Γκουίνεθ φάνηκε κι εκείνη ικανοποιημένη και άφησε τη γαβάθα κατά μέρος. «Λυπάμαι που σ’ αφήνω, αλλά έχω κι άλλες δουλειές. Θα έρχομαι να σε βλέπω κάθε τόσο. Σου το υπόσχομαι.»
Εκείνος άπλωσε το χέρι του. «Ευχαριστώ και πάλι.»
Εκείνη δίστασε κι ο Χούμα κατέβασε το χέρι του ντροπιασμένος. Η σκηνή άνοιξε. Η εμφάνιση του Ρέναρντ τους γλίτωσε από την αμηχανία. Η Γκουίνεθ μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε βιαστικά από τη σκηνή. Τα μάτια του Χούμα την παρακολούθησαν να φεύγει κι έπειτα εστίασαν στον ιππότη.
«Ο μινώταυρος είπε ότι ξύπνησες κι άρχισες να συνέρχεσαι. Χάρηκα γι’ αυτό.» Ο σταθερός τόνος της φωνής του Ρέναρντ τον έκανε ν’ ακούγεται σαν να διάβαζε κάποια λίστα προμηθειών, αλλά ο Χούμα πίστεψε τα λόγια του. Όπως και η Γκουίνεθ, ήξερε ότι πίσω από τη μάσκα αιώνιας αδιαφορίας του Ρέναρντ κρυβόταν κάτι άλλο.