Ο Ρέναρντ είχε σηκώσει την προσωπίδα του. Ο Χούμα κοίταζε χωρίς δυσκολία το πρόσωπο από το οποίο απόστρεφαν τόσοι το βλέμμα. Η παρουσία του Ρέναρντ εκεί ήταν σημαντική. Λίγοι από τους υπόλοιπους ιππότες νοιάζονταν τόσο για τον Χούμα ώστε να τον επισκεφτούν.
Ο Ρέναρντ γονάτισε πλάι του. «Να φυλάγεσαι πάντα, Χούμα. Είναι το μοναδικό σου ελάττωμα.»
«Αυτό και το ότι με χτυπούν στο κεφάλι.»
Για μια σύντομη στιγμή τα λεπτά χείλη άνοιξαν σ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. «Ναι. Και σ’ αυτό πρέπει να βάλεις τέλος. Μπορεί να αποδειχτεί βλαβερό.»
Αν δεν τον ήξερε, ο Χούμα μπορεί να έπαιρνε στα σοβαρά τη δήλωσή του. «Τι τρέχει; Η Γκουίνεθ…»
«Η νεαρή γυναίκα;»
Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά. «Ναι – είπε ότι επιστρέψαμε ξανά στο τέλμα.»
Ο Ρέναρντ αναστέναξε και σήκωσε το χέρι για να βγάλει την περικεφαλαία του. Φάνηκαν τα μαλλιά του –στο χρώμα του πάγου– κολλημένα στο κεφάλι του. Ο Ρέναρντ ήταν ένας από τους λίγους ιππότες που δε διατηρούσαν μακριά, πυκνά μουστάκια και προτιμούσαν να ξυρίζονται. Ήταν επίσης ένας από τους λίγους που έκοβαν κοντά τα μαλλιά τους, αρκετά πάνω από το σβέρκο. Κανείς δεν αμφισβητούσε τις προτιμήσεις του. Ο Ρέναρντ ήταν ο Ρέναρντ.
«Προς το παρόν, έτσι φαίνεται να έχουν τα πράγματα. Ο Μπένετ ισχυρίζεται ότι αυτό είναι σημάδι πως η νίκη είναι δική μας. Επαναλαμβάνει συνεχώς ότι η προέλαση του Κράινους ανακόπηκε. Από τη σύντομη μονομαχία σας κι έπειτα, κανείς δεν τον έχει δει, ούτε ακούσει. Μάλιστα ο Μπένετ έφτασε στο σημείο να σε επαινεί με τον τρόπο του.»
«Να με επαινεί;»
«Σου μεταφέρω τα λόγια του: “Εν μέρει, χάρη στην καταπληκτική τύχη εκείνου του τύπου, ο πολέμαρχος Κράινους μπορεί να είναι νεκρός ή τουλάχιστον σακατεμένος.”»
Ο Χούμα γύρισε από την άλλη. Ωστόσο ο Μπένετ είχε δίκιο. Είχε σταθεί τυχερός. Ένας αληθινός ιππότης θα είχε εκμεταλλευτεί καλύτερα αυτή την ευκαιρία και θα είχε εξασφαλίσει την καταστροφή του πολέμαρχου.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι, Χούμα. Σταμάτα. Είσαι απόλυτα το ίδιο ιππότης όσο και ο Μπένετ και τα κουτάβια του. Κι ακόμη παραπάνω. Εσύ δεν έπαψες να βλέπεις τον αληθινό κόσμο.» Ο Ρέναρντ βυθίστηκε σε μια αμήχανη σιγή. Ο Χούμα στράφηκε προς το μέρος του.
«Πότε θα μ’ αφήσουν να σηκωθώ;»
«Όταν θα είσαι έτοιμος, όχι νωρίτερα. Όταν γίνεις καλά, σε περιμένουν πολλά καθήκοντα.»
«Ο Άρχοντας Όσγουολ τι λέει;» Ο Χούμα ένιωσε ένα άγγιγμα φόβου. Ο μεγαλύτερος ιππότης ήταν ο πατέρας που δε γνώρισε ποτέ.
Ο Ρέναρντ σηκώθηκε και ξαναφόρεσε την περικεφαλαία του. Έγνεψε καταφατικά. «Ο Υψηλός Πολεμιστής σού στέλνει τις ευχές του για ταχεία ανάρρωση. Λέει πως εξακολουθεί να έχει απόλυτη πίστη στις ικανότητές σου.»
Αυτός ήταν ο τρόπος του Υψηλού Πολεμιστή για να δηλώσει πόσο περήφανος ήταν για τον Χούμα. Μια σπάνια ώθηση για την αυτοεκτίμηση του νεαρού πολεμιστή.
«Καλή ξεκούραση, Χούμα. Θα προσπαθήσω να σε ξαναδώ μόλις βρω χρόνο.»
Ο Ρέναρντ έφυγε αφήνοντας τον Χούμα στις σκέψεις του. Αναρωτιόταν αν θα γινόταν ποτέ ένας ιππότης σαν τον Μπένετ, τον Άρχοντα Όσγουολ ή τον Ρέναρντ. Σκεφτόταν τον κακόβουλο πολέμαρχο Κράινους κι αναρωτιόταν αν η σκοτεινή αυτή μορφή θα έμπαινε στον κόπο να πάρει εκδίκηση από κάποιον ασήμαντο σαν τον ίδιο.
Κάτι περπατούσε ανάλαφρα δίπλα στη σκηνή όπου κειτόταν ο Χούμα. Στα ρουθούνια του έφτασε μια αμυδρή δυσοσμία. Άκουσε κάτι να ξύνει τον τοίχο σαν να δοκίμαζε την αντοχή του. Το γκρίζο φως της μέρας δεν του επέτρεπε παρά μια επιπόλαιη ματιά.
Ένας κληρικός της Μισακάλ μπήκε στη σκηνή για να δει πώς πήγαιναν οι τραυματίες. Το πλάσμα στην άλλη πλευρά του τοίχου έφυγε βιαστικά και σχεδόν αθόρυβα, παρά τις απότομες κινήσεις του. Η μυρωδιά χάθηκε γρήγορα.
«Κληρικέ;»
Η παρουσία και μόνο που ηλικιωμένου κληρικού καθησύχασε τον Χούμα. Ο κληρικός ήταν κοντός και κάπως στρογγυλός. Σε ολόκληρο το κεφάλι του δεν είχε πάνω από δυο ντουζίνες τρίχες.
«Είμαι ο Μπρόντεριν. Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;»
Ο Χούμα σκέφτηκε προσεκτικά πριν μιλήσει. «Υπάρχουν… υπάρχουν τίποτα λύκοι κοντά στο στρατόπεδο; Λύκοι ή μεγάλα σκυλιά;»
Ο Μπρόντεριν τσιτώθηκε λες και περίμενε να ορμήσει κάποιο πελώριο θηρίο από το άνοιγμα της σκηνής. Ύστερα ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του. «Λύκοι; Σκυλιά; Μπορεί να υπάρχουν μερικά σκυλιά, αλλά όχι εδώ κοντά. Όσο για λύκους…» ο κληρικός χαμογέλασε λειψά και νευρικά. «Λύκος ανάμεσα στους ιππότες του Πάλανταϊν; Δε νομίζω. Δεν υπάρχουν λύκοι παρά μόνο στην απέναντι μεριά του πεδίου, γιε μου. Και, δυστυχώς, οι περισσότεροί τους είναι λύκοι με νοημοσύνη. Γιατί ρωτάς;»
«Νομίζω πως είδα έναν.»
Τα λόγια του προκάλεσαν καινούρια ανησυχία στο γέρο. Αν και η φωνή του παρέμεινε λίγο έως πολύ σταθερή, τα μάτια του πετιόνταν μια εδώ και μια εκεί, λες κι έβλεπαν παντού λύκους. «Μάλλον λάθος κάνεις, γιε μου, ή ίσως έχεις παραισθήσεις εξαιτίας των τραυμάτων σου. Ναι, αυτό πρέπει να ’ναι.»