«Είσαι σίγουρος; Μου φάνηκε πολύ αληθινός.»
«Θα βάλω κάποιον να κοιτάξει γύρω. Ίσως να ξέφυγε από κάπου κανένα αδέσποτο κυνηγόσκυλο. Υπάρχει τέτοια πιθανότητα.» Ο κληρικός στράφηκε προς έναν άλλο τραυματία, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως η συζήτηση είχε πάρει τέλος, στο βαθμό που τον αφορούσε. Ο Χούμα τον παρακολούθησε για μια στιγμή κι ύστερα έκλεισε τα μάτια.
Ο ύπνος του ήταν –ευτυχώς– ξεκούραστος και χωρίς διακοπή, εκτός από ένα σύντομο όνειρο όπου κάτι χλομό τον παραφύλαγε μέσα σ’ ένα απέραντο δάσος. Ήταν πάντα άφαντο και πάντα από πίσω του.
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα όνειρα και τους περισσότερους εφιάλτες, όταν ξύπνησε το είχε ξεχάσει.
Κεφαλαίο 6
Ο Χούμα βγήκε από τη σκηνή για να δει το στρατόπεδο για πρώτη φορά. Δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν, αλλά έβλεπε ότι η διοίκηση είχε μετακινηθεί και πάλι, κοντύτερα προς τα σύνορα προφανώς. Τόσο κοντά στο Έργκοθ, η γη είχε περισσότερα διάσπαρτα δέντρα – δέντρα θαλερά. Για λόγους που μόνο να μαντέψει μπορούσε, τα ογκρ είχαν αποφύγει την καταστροφή των περιοχών που βρίσκονταν κοντά στα βουνά. Αυτό δύσκολα θα το απέδιδε κανείς στο σεβασμό στην ομορφιά του τοπίου. Όσο μπορούσε να ξέρει, σε θέματα αισθητικής τα ογκρ δεν ήταν από τα πιο ευαίσθητα πλάσματα. Σε κάποια σημεία υπήρχε πραγματικό δάσος, ψηλά, αιωνόβια δέντρα που ίσως θυμούνταν πιο ειρηνικές εποχές, που ίσως είχαν γνωρίσει και τα πρώτα ξωτικά.
Ο Χούμα υπολόγισε ότι στην ευρύτερη περιοχή στρατοπέδευαν κάπου διακόσιοι ή τριακόσιοι ιππότες. Οι άντρες που καταυλίζονταν στο σημείο αυτό ήταν ένα κράμα που το αποτελούσε η προσωπική φρουρά του Άρχοντα Όσγουολ, κάποιοι τραυματισμένοι ιππότες σε διάφορα στάδια θεραπείας, μερικοί καβαλάρηδες που βοηθούσαν τους ιππότες χάρη στη γνώση της περιοχής που διέθεταν και μερικοί μάγοι επιπλέον των κληρικών. Οι μάγοι και οι κληρικοί κρατιόνταν όσο πιο μακριά μπορούσαν. Οι μάγοι δεν εμπιστεύονταν τους περισσότερους κληρικούς, τους οποίους θεωρούσαν θρησκομανείς, ενώ οι κληρικοί –αν και περισσότερο ανεκτικοί– εξακολουθούσαν να μην εμπιστεύονται τους ανεξάρτητους τρόπους των μάγων, που εστίαζαν περισσότερο στη δύναμη παρά στην πίστη στους θεούς.
Κανείς δεν εμπιστευόταν πραγματικά τους μάγους. Γι’ αυτό δεν τους επέτρεπαν να φέρουν όπλα. Αυτό τους καθιστούσε τρωτούς κατά περισσότερους από έναν τρόπους.
«Πώς αισθάνεσαι σήμερα;»
Το πρόσωπο του Χούμα φωτίστηκε στιγμιαία, αλλά το κάλυψε γρήγορα με μια μάσκα γενναίας σοβαρότητας. Η Γκουίνεθ πήγε κοντά του με μια στάμνα στο χέρι. Ο Χούμα δεν κατάφερε να μη χαμογελάσει – κι ας είχε βάλει τα δυνατά του.
«Έχω σιχαθεί τη σκηνή και χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω κόσμο, έστω και στο στρατόπεδο.»
Εκείνη γέλασε χαρούμενα. Ύστερα σοβάρεψε ξαφνικά. «Θα φύγεις σύντομα;»
Της έγνεψε –βαριά– καταφατικά. Ο Ρέναρντ είχε πάει κάμποσες φορές να τον δει. Ο Χούμα καταλάβαινε πως τον επιθεωρούσε για λογαριασμό του Άρχοντα Όσγουολ. Αν ο Χούμα ήθελε να διατηρήσει τον αυτοσεβασμό του μπροστά στον Υψηλό Πολεμιστή, έπρεπε να είναι σε θέση να αποδείξει την ετοιμότητά του ανά πάσα στιγμή. Ο άνεμος πήρε τις μακριές, πυκνές μπούκλες της Γκουίνεθ και της έφερε στο πρόσωπό της. Εκείνη τις έδιωξε και φάνηκε έτοιμη να πει κάτι, όταν εμφανίστηκε μια οικεία, χοντροκομμένη μορφή, ακολουθούμενη από δύο Ιππότες του Ξίφους.
«Χούμα!»
Ο Καζ πλησίασε και προσπάθησε να χαιρετήσει το μοναδικό αληθινό του φίλο ανάμεσα στους ανθρώπους με ένα αγκάλιασμα ικανό να στείλει τον Χούμα ξανά στη σκηνή με πέντε-έξι σπασμένα πλευρά. Ο Χούμα κατάφερε να αποφύγει το μινώταυρο, με αποτέλεσμα να τη γλιτώσει με μια μονάχα μελανιά στον ώμο, στο σημείο που τον χτύπησε φιλικά ο Καζ όλο χαρά. Τέσσερις μέρες είχε να δει τον Καζ ο Χούμα. Όσο μεγάλωνε η εμπιστοσύνη του Άρχοντα Όσγουολ στο μινώταυρο η γνώμη του τελευταίου γινόταν όλο και σημαντικότερη. Οι ιππότες πολεμούσαν τα ογκρ χρόνια, αλλά ήξεραν ελάχιστα γι’ αυτά. Ο Καζ, μεγαλωμένος κάτω από την καταπίεση των ξαδέρφων του, τα γνώριζε πολύ καλά.
Ο Χούμα θυμήθηκε την παρουσία της γυναίκας. «Γκουίνεθ» είπε και στράφηκε προς το μέρος της. Εκείνη όμως είχε εξαφανιστεί.
Ο μινώταυρος ήταν πιο έξυπνος απ’ όσο φανέρωνε η εμφάνισή του. «Μήπως ήρθα σε ακατάλληλη στιγμή; Σου ζητώ συγνώμη αν σας διέκοψα.»
Ο Χούμα απέρριψε τη συγνώμη του με μια κίνηση. «Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη. Χαίρομαι που σε βλέπω, Καζ.»
«Δεν είχα ιδέα ότι το είδος σου μπορεί να κάνει τόσο πολλές ερωτήσεις και τόσο πολλές φορές! Με στράγγιξαν από κάθε γνώση – κι όμως επιμένουν κι άλλο.»