«Είναι απελπισμένοι, Καζ. Θέλουμε να σπάσουμε…» Ο Χούμα σταμάτησε απότομα καθώς μια ψηλή φιγούρα, ντυμένη με άλικους χιτώνες και κουκούλα, τους προσπέρασε χωρίς το παραμικρό σημάδι αναγνώρισης. Είχε πρόσωπο ωοειδές και οστεώδες, θυμίζοντας στον Χούμα κάποιον τρομακτικό εκπαιδευτή που είχε κάποτε τον πρώτο καιρό που ήταν ακόλουθος ιππότη.
Ο μινώταυρος ακολούθησε την παράξενη φιγούρα με τα μάτια του. «Οι μάγοι είναι εξαιρετικά νευρικοί. Τον μυρίζω το φόβο τους. Πότε-πότε μου φέρνει αναγούλα.»
Ο Χούμα διαπίστωσε ότι η αριστερή του πλευρά χρειαζόταν φροντίδα. Δεν είχε συνέλθει εντελώς ακόμα. «Τι τους φοβίζει;»
«Το άγνωστο. Έχουν συνηθίσει να αντιμετωπίσουν τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα, τους αντιπάλους τους, αλλά λέγεται ότι ο Γκάλαν Ντράκος ξαμόλησε τους αποστάτες του. Είδες καθόλου τη μαγική μάχη;»
«Και ποιος δεν την είδε; Σκέπασε όλο τον ουρανό.»
«Όταν μπήκαμε στη μάχη, είχαμε δώδεκα ισχυρούς μάγους στο πλευρό μας. Τέσσερις πέθαναν κι άλλος ένας μπορεί να μην ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ ολόκληρο το κορμί και το μυαλό του. Ξέρεις πόσοι ήταν οι αντίπαλοί τους;»
«Πόσοι;»
«Τρεις»
«Τρεις;» Ο ιππότης κούνησε το κεφάλι. «Πρέπει να ήταν πανίσχυροι, αλλά πώς ξέρουν οι μάγοι ότι δεν ήταν Μελανοί Χιτώνες γητευτές;»
Ο Καζ χαμογέλασε με νόημα. «Οι δύο ήταν Μάγοι του Μελανού Χιτώνα, έτσι λένε. Αυτός που επέζησε και ξέφυγε δεν ήταν. Οι δυνάμεις του ήταν υπερβολικά ανεξέλεγκτες και απροσδόκητες για κάποιον που έχει μαθητεύσει κοντά στους άλλους τρεις. Αποστάτης ήταν. Περισσότερα δε λένε.»
Ο Χούμα δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί τον Μάτζιους, που το ψηλό του κορμί και τα ωραία του χαρακτηριστικά θα ταίριαζαν περισσότερο σε μια βασιλική αυλή παρά στα υγρά, απόμερα κάστρα των μάγων. Ακόμα και μέχρι τον καιρό της Δοκιμασίας του ως μάγου, ο σύντροφος των παιδικών χρόνων του Χούμα είχε παραμείνει ανορθόδοξος. Οι ικανότητες του ήταν τέτοιες που είχε από καιρό ξεπεράσει τους δασκάλους του. Ο Μάτζιους πειραματιζόταν ανέκαθεν, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής του. Ωστόσο μερικές φορές έλεγε ότι θα εγκαταλείψει τη μαθητεία.
Ο Καζ άκουσε να τον καλούν ξανά κι αποχαιρέτησε τον Χούμα μ’ ένα βογκητό. Ο ιππότης γύρισε στη σκηνή και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας κοιμισμένος. Ο Ρέναρντ πέρασε και τον πληροφόρησε ότι –είτε είχε γιατρευτεί εντελώς είτε όχι– έπρεπε να είναι έτοιμος για σκοπιά την επόμενη ή τη μεθεπόμενη μέρα. Ο Χούμα θα μπορούσε και να παραπονεθεί γι’ αυτό, αλλά χάρηκε πολύ που του δινόταν άλλη μια ευκαιρία να δείξει την αξία του.
Η Γκουίνεθ πέρασε κι εκείνη, αλλά η κουβέντα τους ήταν σύντομη και άσκοπη. Φαινόταν να θέλει να του πει κάτι, αλλά –ό,τι κι αν ήταν αυτό– δεν του το είπε. Δεν την ξαναείδε καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάρρωσής του.
Τη μέρα που ο Χούμα επρόκειτο να αναλάβει τα πρώτα του καθήκοντα από τότε που παραλίγο να πολτοποιηθεί, το στρατόπεδο βρισκόταν σε οργασμό. Φάλαγγες ιπποτών προσπερνούσαν καβάλα το διοικητήριο, μια μεγάλη σκηνή που είχε στην κορυφή της το λάβαρο με την αλκυονίδα, που τη φρουρούσαν συνέχεια οι Ιππότες του Ρόδου. Εκεί ο Άρχοντας Όσγουολ και οι αξιωματικοί του κατάστρωναν τα στρατηγικά τους σχέδια. Ο Χούμα μόνο να υποθέσει μπορούσε το λόγο όλης αυτής της κινητοποίησης. Υπήρχαν πολλές φήμες ότι το ορεινό ανατολικό σύνορο είχε πέσει στα χέρια των ογκρ που προέλαυναν προς το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Μια άλλη φήμη έλεγε ότι μια από τις πόλεις που χρησιμοποιούσαν ως ενδιάμεσο σταθμό οι ιππότες είχε χτυπηθεί από λοιμό. Ο Χούμα έβλεπε τις φήμες ακριβώς όπως ήταν: έντρομη κατάπληξη.
Πλησιάζοντας, ο Ρέναρντ βρήκε τον Χούμα να βοηθάει τους κληρικούς κουβαλώντας τους κρύο και ζεστό νερό, αλλά και τροφή. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά ήταν μια βοήθεια – και κρατούσε το μυαλό του Χούμα μακριά από δυσάρεστες σκέψεις.
Βλέποντάς τον να πλησιάζει, ο Χούμα ίσιωσε το κορμί του. Έτσι κόντεψε να μουσκέψει τον Ρέναρντ με βραστό νερό, ταλαντεύοντας μπρος-πίσω τις στάμνες του. Τα ανέκφραστα χαρακτηριστικά συσπάστηκαν, αλλά τι συναίσθημα φανέρωνε αυτό, για τον Χούμα παρέμεινε μυστήριο.
«Βλέπω ότι είσαι έτοιμος και με το παραπάνω να αναλάβεις τα καθήκοντά του ιππότη» είπε σοβαρά ο Ρέναρντ.
Ο Χούμα είχε ιδρώσει από τη σκληρή δουλειά και το μέτωπό του ήταν μουσκεμένο. Το πρόσωπό του ήταν βρόμικο και τα ρούχα του γεμάτα λεκέδες. Μη ξέροντας τι να πει, δεν τόλμησε να μιλήσει και περιορίστηκε στο να γνέψει καταφατικά.
Ο Ρέναρντ σταύρωσε τα χέρια. «Απόψε είσαι επικεφαλής της φρουράς. Ο Άρχοντας Όσγουολ θεωρεί πως είσαι έτοιμος για μια τέτοια ευθύνη.» Κοίταξε τον Χούμα από πάνω μέχρι κάτω, χωρίς να αλλάξει έκφραση.