Κόντευε σούρουπο. Ο Χούμα ξεροκατάπιε. «Μου επιτρέπεται να πλυθώ και ν’ αλλάξω;»
«Φυσικά. Έχω ήδη ορίσει τις σκοπιές. Όταν είσαι έτοιμος, έλα να με δεις.» Ξεσταύρωσε τα χέρια του κι έφυγε. Οι χαιρετούρες ήταν πάντα περιττές μαζί του.
Κι άλλωστε, πώς να χαιρετήσει κανείς με μια στάμνα σε κάθε χέρι…
Ο Χούμα φοβόταν ότι κάποιοι ιππότες θα αντιδρούσαν στο διορισμό του ως αρχηγού της φρουράς. Δεν έγινε έτσι όμως. Τη φρουρά την αποτελούσαν ιππότες που είτε δε γνώριζαν τον αρχηγό τους είτε ήταν πολύ νέοι για να έχουν επηρεαστεί από τον Μπένετ και τους δικούς του. Ωστόσο δεν ήταν ούτε άπειροι ούτε αδοκίμαστοι. Κανείς ακόλουθος δεν έμπαινε αδοκίμαστος στις τάξεις των ιπποτών.
Για λόγους ασφάλειας, είχαν ανακατέψει και μερικούς βετεράνους μαζί τους, αλλά αυτοί ήταν πιστοί στον Άρχοντα Όσγουολ – και τους άντρες τούς έκριναν από τις πράξεις και όχι από τη γενιά τους.
Ένας τέτοιος βετεράνος χτύπησε προσοχή στο πέρασμα του Χούμα. Ο Χούμα ένιωθε άβολα να δίνει διαταγές σε άντρες με τα διπλά του χρόνια και με δεκαπλάσια πείρα, αλλά ήξερε καλά ότι κάθε ιππότης –εκτός από το διοικητή– οφείλε κάθε τόσο να εκτελει χρέη σκοπού. Πάντως ο Χούμα ένιωσε ένα νευρικό ρίγος ακούγοντας την αναφορά του μεγαλύτερου του σκοπού κι ανάσανε μονάχα όταν άρχισε να προχωρά στον επόμενο. Δεν είχε σημασία αν ετούτος θα ήταν πιο άπειρος από τον προηγούμενο. Η διαταγή ήταν αυτό που φόβιζε τον Χούμα. Αν κάτι πήγαινε στραβά, το φταίξιμο θα ήταν δικό του.
Το τέλος του στρατοπέδου βρισκόταν στην άκρη του δάσους και ο Χούμα παρατήρησε αυτή την περιοχή με κάποια ταραχή. Εκεί έξω μπορεί να κρυβόταν οτιδήποτε – και δε δυσκολευόταν να φανταστεί μάτια και φευγαλέες μορφές οπουδήποτε έστρεφε το βλέμμα του.
Πέρασαν τα μεσάνυχτα και τότε βρέθηκε στο έρημο πόστο.
Η κλίση του εδάφους έκρυβε το σημείο αυτό, φανερώνοντάς το μόνο όταν ανέβαινες στην κορυφή του υψώματος. Ο Χούμα στάθηκε εκεί για μια στιγμή, κατάπληκτος από αυτό που έβλεπε. Θα μπορούσε να έχει αναθέσει σε κάποιον άλλο το καθήκον της εφόδου στις σκοπιές, αλλά μια και ήταν η πρώτη του φορά, είχε θελήσει να το εκτελέσει ο ίδιος. Μπορούσε να καλέσει βοήθεια ή να τρέξει να ειδοποιήσει τον Άρχοντα Όσγουολ και τους υπόλοιπους, αλλά ήξερε ότι και τα δύο θα έπαιρναν πολύ χρόνο και θα ξεσήκωναν όποιον –ή ό,τι– υπήρχε εκεί έξω.
Με το σπαθί στο χέρι, ο Χούμα μπήκε στο σκοτεινό δάσος. Είχε κάθε λόγο να γνωρίζει ότι μπορεί να πάθαινε κακό, αλλά έλεγε κανείς πως τον τραβούσε η παρουσία κάποιου υπνωτιστή ανάμεσα στα δέντρα. Δεν την έβλεπε, αλλά ένιωθε τη δύναμή της. Ανήμπορος να αντιδράσει, βυθίστηκε ακόμα περισσότερο μέσα στο δάσος, παραδομένος στην παρόρμησή του. Είχε ξεχάσει τον πραγματικό λόγο που τόλμησε να μπει στο δάσος και το μόνο που θυμόταν ήταν πως έπρεπε οπωσδήποτε να βρει αυτόν –τον οποιονδήποτε ή το οτιδήποτε– που καραδοκούσε εκεί μέσα.
Μια σκιά βάδιζε παράλληλα με τον Χούμα, με μάτια κόκκινα, αλλά τυφλά, καρφωμένα πάνω του. Μια άλλη σκιά παραμόνευε τον ιππότη από την άλλη μεριά. Ο Χούμα δεν έβλεπε, ούτε άκουγε καμιά τους και δε θα μπορούσε, ακόμα κι αν όλες του οι ικανότητες είχαν μείνει άθικτες. Χρειαζόταν κανείς τεράστια δύναμη θέλησης για να δει τα νυχτόβια πλάσματα που παραμόνευαν στα δάση.
Ένα τρεμάμενο σχήμα από φευγαλέες λάμψεις χόρευε μπροστά στο μαγεμένο ιππότη. Καθώς πλησίασε, οι περισσότερες από τις φωτεινές σφαίρες έσβησαν, αλλά απόμειναν δυο σταθερές να τον κοιτούν. Ο Χούμα προχώρησε παραπατώντας προς το μέρος τους, αγνοώντας την ακίνητη, θωρακισμένη μορφή που είχε σχεδόν σκοντάψει πάνω της. Οι φωτεινές σφαίρες του έγνεψαν και μια σκοτεινή μορφή φάνηκε να παίρνει σάρκα και οστά ολόγυρά τους.
Για πρώτη φορά μια φωνή έσπασε τη σιωπή. Ήταν κάτι παραπάνω από ψίθυρος, αλλά ο Χούμα τής έδωσε ολόκληρη την προσοχή του.
«Γενναίος ιππότης. Τόσο σίγουρος με τα παιχνιδάκια του.»
Η μορφή μετατοπίστηκε λιγάκι προς το πλάι. Τα μάτια του Χούμα την ακολούθησαν πειθήνια. Η σκιώδης μορφή φαινόταν να εξετάζει τη λεία της. «Μήπως είσαι εσύ αυτός; Αναρωτιέμαι.»
Ένα τραχύ χέρι απλώθηκε κι έπιασε το πιγούνι του Χούμα. Του έστριψε το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, αλλά τα μάτια του ιππότη δεν ξεκόλλησαν στιγμή από εκείνα του άλλου. «Ναι! Ο Ντράκος θα ευχαριστηθεί – ακόμα και ο πολέμαρχος θα ευχαριστηθεί. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Εδώ έβαλε το χέρι του για να σώσει τη ζωή του.» Τα μάτια και τα χέρια άρχισαν να κατεβαίνουν προς το σπαθί του Χούμα. «Αυτό δε σου χρειάζεται πια.»
Μια ξαφνική λάμψη πολύ πίσω από τη σκιώδη μορφή τράβηξε την προσοχή του Χούμα. Η μορφή, απασχολημένη με τη λεία της, δεν πρόσεξε το απόκοσμο φως. Κάποια άλλα πλάσματα όμως κάτι έκαναν. Λαρυγγόφωνοι βρυχηθμοί ακούστηκαν και απλώθηκε η δυσωδία του θανάτου.