Выбрать главу

Η ματιά του πλάσματος στράφηκε βιαστικά στο πρόσωπο του αιχμαλώτου του.

Τα δυο ζευγάρια μάτια έσμιξαν. Τα μάτια του Χούμα δεν ήταν πια υπνωτισμένα.

Ο ιππότης αντέδρασε ενστικτωδώς. Χτύπησε με το σπαθί του, με δύναμη που γεννούσε η κατάπληξη και ο φόβος. Το κορμί της μαύρης φιγούρας δεν πρόβαλε αντίσταση. Νύχια τού έγδαραν άγρια το πρόσωπο, αλλά ο Χούμα τα αγνόησε προσπαθώντας να χώσει το σπαθί του όσο πιο βαθιά μπορούσε. Ξαφνικά βρήκε αντίσταση, αν και ο σκιώδης εχθρός δεν έπεσε. Οι νυχιές όμως σταμάτησαν επιτέλους. Η φιγούρα τρεμούλιασε δυο φορές και έμεινε ακίνητη.

Ο Χούμα σωριάστηκε στα γόνατα, εξαντλημένος από την προσπάθεια.

Για μια στιγμή, όντα του Σκότους ακούστηκαν να βαδίζουν ολόγυρά του κι ύστερα δίστασαν, σαν να ένιωθαν κάτι απρόσμενο. Ο Χούμα σήκωσε το κεφάλι και το βλέμμα του έπιασε φευγαλέα μια μορφή ωχρή που έμοιαζε αμυδρά με λύκο. Ύστερα η μορφή χάθηκε.

Πόση ώρα έμεινε εκεί, ο Χούμα δεν ήξερε να πει. Σιγά-σιγά άρχισε να προσέχει τα απαλά βήματα κάποιου που ερχόταν προς το μέρος του. Ερχόταν από τη λάθος κατεύθυνση, από τα βάθη του δάσους. Ο Χούμα σηκώθηκε όρθιος, αν και με κάποια αστάθεια. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε αναρρώσει τελείως.

«Άσε με να σε βοηθήσω.» Η φωνή ήταν δυνατή και τα χέρια που τον κράτησαν γερά. Ο ιππότης πήρε βαθιά ανάσα, ενώ ο νεοφερμένος κοίταξε τα απομεινάρια του εχθρού, γέλασε πνιχτά και είπε «Μπράβο! Τον κάρφωσες στον κορμό του δέντρου. Εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης που τούτος εδώ την άξιζε για τα καλά.»

«Ποιος;..»

«Κράτα δυνάμεις για το δρόμο. Έχεις μπει πολύ πιο βαθιά στο δάσος απ’ όσο νομίζεις.»

Ενώ προχωρούσαν, ο Χούμα τόλμησε να ρίξει μια ανήσυχη ματιά στο νεοφερμένο. Ήταν ψηλός ο ξένος, ντυμένος με πολυτελή και καλοραμμένα ρούχα. Κομψές ξανθές μπούκλες τον έκαναν να δείχνει μεγαλόπρεπος σαν λιοντάρι. Η όψη του δε φαινόταν καλά, αλλά ο Χούμα σχημάτισε την εντύπωση ενός άντρα ωραίου, σχεδόν όμορφου, απόλυτα εξοικειωμένου με τις βασιλικές αυλές, κάποιου που ερωτοτροπούσε ίσως με νεαρές, καλοαναθρεμμένες κόρες. Επίσης, η όψη του του ήταν οικεία. Κάποιος που είχε να δει χρόνια…

«Μάτζιους!» τραύλισε εμβρόντητος ο Χούμα.

Σταμάτησαν. Ο νεοφερμένος τον άφησε. Αλληλοκοιτάχτηκαν και ο ιππότης πρόσεξε ότι ο άλλος φαινόταν να λάμπει από μέσα του.

«Χούμα. Χαίρομαι που σε βλέπω, έστω και κάτω από τέτοιες συνθήκες. Αναρωτήθηκα πόσο θα σε –συγχώρησέ μου την έκφραση– κρατούσα στο σκοτάδι.»

«Ζεις!» Ο Χούμα δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το τι είχε συμβεί μετά τη Δοκιμασία σε εκείνο το κάστρο. «Ζεις!» επανάλαβε γεμάτος θαυμασμό.

Το πρόσωπο του Μάτζιους ήταν ορατό ακόμα και στο σκοτάδι. Το στόμα του σχημάτισε ένα λυπημένο χαμόγελο. «Ναι, συγνώμη.»

Το χαμόγελο του Χούμα έσβησε. «Συγνώμη;» ρώτησε. «Γιατί ζητάς συγνώμη;»

«Νομίζεις πως από σύμπτωση βρισκόμουν εδώ πέρα, Χούμα; Ελπίζω πως όχι. Εγώ είμαι η αιτία που κινδύνεψε η ζωή σου.»

«Δεν καταλαβαίνω.» Στη σκέψη του κίνδυνου, ο Χούμα άπλωσε το χέρι στο σπαθί του. Το χέρι του βρέθηκε στο κενό και θυμήθηκε τι είχε απογίνει το όπλο του. Γύρισε. «Το σπαθί μου. Πρέπει να…»

«Όχι.» Η φωνή του μάγου ήταν δυνατή και επιτακτική. «Δεν πρέπει να μείνουμε εδώ μονάχοι μας ούτε στιγμή παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο. Να γυρίσεις όταν θα έχεις άντρες να φυλούν τα νώτα σου. Οι ντρέντγουλφ μπορεί να έφυγαν, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Δε θα ήταν η πρώτη φορά. Μα τους θεούς, δε θα ήταν η πρώτη φορά.»

Ο Μάτζιους τον βίαζε να προχωρήσουν προς το στρατόπεδο και ο Χούμα κατάλαβε πως ήταν σοφό εκ μέρους του. Θα μπορούσε πάντως να πάρει κάποιες απαντήσεις.

«Τι ήταν εκεί πίσω; Τι εννοούσες προηγουμένως;»

Ένα μέρος του μεγαλείου του παλιού του φίλου φάνηκε να εξατμίζεται. Ξαφνικά ο Μάτζιους φάνηκε πιο ηλικιωμένος από τον Χούμα – κι ας ήταν συνομήλικοι. Ο μάγος δεν κοίταξε τον ιππότη στα μάτια. «Καλύτερα, νομίζω, να ρωτήσεις κάποιον από τους Μάγους του Ερυθρού Χιτώνα στο στρατόπεδο. Εκείνος θα μπορούσε να σου δώσει την επίσημη εκδοχή.»

«Έχεις τίποτα φασαρίες;»

«Φασαρίες που θα φροντίσω να μην αγγίξουν εσένα. Και το ότι σκέφτηκα να έρθω να σε βρω ήταν ανοησία μου.»

Το αμυδρό φως των πυρών ήταν η πρώτη ένδειξη ότι το στρατόπεδο δε βρισκόταν μακριά. Ο Χούμα άκουσε το θόρυβο αντρών που βρίσκονταν σε αναβρασμό. Κάποιος είχε προσέξει την απουσία των δύο ιπποτών, από τους οποίους μάλιστα ο ένας ήταν ο αρχηγός της φρουράς.

Και ο Μάτζιους άκουσε τη φασαρία. Σταμάτησε απότομα. «Ό,τι κι αν ακούσεις, δεν έχω αλλάξει, Χούμα.» Ο μάγος άρπαξε τον αγαπημένο του φίλο από τους ώμους. «Πίστεψέ με! Αν η Δοκιμασία απέδειξε κάτι, ήταν αυτό ακριβώς!»