Δεν είδε πουθενά φρουρούς και τόλμησε να ξεπεζέψει και να επιθεωρήσει τον καταυλισμό των γκόμπλιν από ένα μικρό ύψωμα. Το να αποκαλέσεις αυτά τα πλάσματα «άσχημα» ήταν απλός φιλοφρόνηση. Το δέρμα τους ήταν αρρωστιάρικο πράσινο και τα δόντια τους ξεπρόβαλλαν από κάθε σημείο του στόματός τους, ενώ τα μάτια τους του θύμιζαν μάτια βατράχου. Ήταν κοντόχοντρα και κακοφτιαγμένα, αλλά ήταν και πολύ δυνατά. Πολλά έφεραν τσεκούρια κι ένα-δυο κρατούσαν κάτι αυτοσχέδια τόξα. Οι πανοπλίες τους ήταν ένας συνδυασμός απ’ ό,τι μάζευαν στα πεδία των μαχών.
Ενώ ο Χούμα τα παρακολουθούσε, ένα γκόμπλιν πλησίασε τρέχοντας αυτόν που έμοιαζε για αρχηγός τους και ο οποίος ήταν διπλάσιος σε μέγεθος και ασχήμια από τους υποτακτικούς του. Το μικρότερο γκόμπλιν ψιθύρισε κάτι στον περιπολάρχη, ο οποίος αγρίεψε και άρχισε να βροντοφωνάζει διαταγές.
Ο Χούμα κατάλαβε τι είχε συμβεί. Ο καινούριος ή ήταν σκοπός ή είχε απομακρυνθεί από τον καταυλισμό για κάποιο λόγο. Ό,τι κι αν συνέβαινε, τα γκόμπλιν έδειχναν να έχουν καταλάβει ότι ο Ρέναρντ και οι υπόλοιποι έρχονταν από την άλλη μεριά, και ετοιμάζονταν για μάχη. Μέσα σε δευτερόλεπτα, τα συνήθως ανοργάνωτα γκόμπλιν είχαν πάρει θέση επίθεσης, πράγμα που σήμαινε ότι, σε συνδυασμό με το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ο Ρέναρντ και οι δικοί του θα έχαναν σίγουρα τη μάχη. Δεν προλάβαινε να στείλει κάποιον να τους ειδοποιήσει.
«Έτοιμοι!» ψιθύρισε ο Χούμα ιππεύοντας ξανά. Με το σπαθί στο χέρι, στράφηκε στους υπόλοιπους. «Επίθεση τώρα!»
«Τώρα;» ρώτησε ένας από τους υπόλοιπους. Οι τρεις ιππότες αλληλοκοιτάχτηκαν και ύστερα στράφηκαν στον Χούμα.
Ο Χούμα δεν είχε χρόνο για δισταγμούς. Με το σπαθί και την ασπίδα έτοιμη, σπιρούνισε τα πλευρά του αλόγου του. Το άλογο όρμησε και ο Χούμα, κραδαίνοντας το σπαθί του πάνω από το κεφάλι του, φώναξε το σύνθημα της επίθεσης.
«Πάλανταϊν!»
Το θάρρος του ξάφνιασε και τον ίδιο, αλλά όχι περισσότερο από τα γκόμπλιν. Σαν ένα σώμα, τα πλάσματα στράφηκαν να αντιμετωπίσουν την απροσδόκητη αυτή απειλή. Το άλογο όρμησε στο κέντρο του καταυλισμού και το σπαθί του ιππότη κατέβηκε κιόλας πάνω στο πλησιέστερο γκόμπλιν. Το γκόμπλιν σήκωσε τη σκουριασμένη του σπάθα σε κάτι που έμοιαζε με απόκρουση, αλλά το χτύπημα του Χούμα τσάκισε πρώτα το όπλο κι ύστερα τον ιδιοκτήτη του.
Μοναδική επιθυμία του Χούμα ήταν να σφάξει όσο περισσότερα γκόμπλιν μπορούσε, για να βοηθήσει τον Ρέναρντ και τους άντρες του. Άλλο ένα γκόμπλιν έπεσε από το σπαθί του και τότε τα υπόλοιπα όρμησαν στο μοναχικό επιτιθέμενο, τεντώνοντας τα τόξα και υψώνοντας τις λόγχες τους. Ήξερε καλά ότι τα γκόμπλιν δεν είχαν κανένα σκοπό να τον πιάσουν αιχμάλωτο.
Τότε ο Χούμα άκουσε τις κραυγές πίσω του και κατάλαβε ότι και οι άλλοι τρεις είχαν μπει στη μάχη. Τώρα πολεμούσε με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, ξέροντας πως είχε ακόμα ελπίδα να σωθεί. Μερικά γκόμπλιν σκόρπισαν μπροστά στους τέσσερις ιππότες, ενώ τα υπόλοιπα προσπάθησαν να ανασυνταχθούν υπακούοντας σας βιαστικές διαταγές του περιπολάρχη τους.
Κι άλλες πολεμικές ιαχές γέμισαν τον αέρα, και ο Χούμα σήκωσε τα μάτια του αντικρίζοντας τον Ρέναρντ με τους δικούς του να έρχονται από τα νώτα των γκόμπλιν. Εκείνα που είχαν προσπαθήσει να το βάλουν στα πόδια έπεσαν κάτω από τις οπλές των δυνατών πολεμικών αλόγων. Ο Ρέναρντ σκότωσε με το σπαθί του μεθοδικά δύο γκόμπλιν που προσπάθησαν να σταθούν στο δρόμο του κι έπειτα πίεσε το άλογό του να προχωρήσει. Οι κινήσεις του πρόδιδαν σχεδόν ανυπομονησία.
Ένας από τους ιππότες της ομάδας του Χούμα έπεσε από το άλογό του κι ένα βαρύ τσεκούρι τον αποτέλειωσε, πριν προλάβει να αντιδράσει ο Χούμα. Ύστερα από λίγα μόλις δευτερόλεπτα ο Χούμα γκρέμισε με το άλογό του το γκόμπλιν που στεκόταν πάνω από το θύμα του. Το ασκημομούρικο πλάσμα ίσα που πρόλαβε να σηκώσει τα μάτια πριν του χτυπήσουν το κεφάλι οι μπροστινές οπλές του αλόγου, συνθλίβοντάς του το κρανίο.
Τα γκόμπλιν, γνωρίζοντας ότι ήταν χαμένα, πολεμούσαν με σπάνια αποφασιστικότητα. Τρεις καβαλάρηδες μονάχα τους έκλειναν το δρόμο προς την ελευθερία. Ο Χούμα μόλις που πρόλαβε να αποκρούσει ένα άγριο χτύπημα. Ένας βέλος τού πέρασε ξυστά από το πρόσωπο.
Ξαφνικά ο αέρας δονήθηκε από ένα ουρλιαχτό.