Выбрать главу

Κάτι πήδησε πάνω στο περήφανο άλογο του Χούμα. Ο ιππότης είδε στιγμιαία κάτι που έμοιαζε με λύκο – η ομοιότητα όμως τελείωνε στη λευκή ωχρότητα του κορμιού του, λες και το είχαν γδάρει. Τα κίτρινα δόντια που έσταζαν σάλια ήταν μακριά σαν δάχτυλα και κοφτερά σαν λεπίδες. Το άλογο του Χούμα χλιμίντρισε και γύρισε, παρά τις διαμαρτυρίες του αναβάτη του. Τεντώνοντας και τον τελευταίο του μυώνα, το άλογο κάλπασε μακριά από τη μάχη, αδιαφορώντας για τον έξαλλο ιππέα που σφιγγόταν πάνω του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Χούμα ήταν να σφίξει τα ηνία και να κρατηθεί στη σέλα. Ο αχός της μάχης έσβηνε καθώς το αλαφιασμένο άλογο χανόταν όλο και πιο βαθιά στο δάσος που φλεγόταν.

Τι μπορούσε να τρομοκρατήσει έτσι ένα εκπαιδευμένο πολεμικό άλογο; Ασφαλώς όχι κάποιο θηρίο αυτού του κόσμου.

Και τότε ακόμα κι αυτή η σκέψη εξαφανίστηκε από το μυαλό του Χούμα, καθώς το άλογο πέρασε μέσα από μια καμένη συστάδα δέντρων και ο ιππέας του διαπίστωσε ξαφνικά ότι το έδαφος βρισκόταν πολύ-πολύ χαμηλά κάτω από τα πόδια του.

Κεφαλαίο 2

Όταν ο Χούμα ανέκτησε τις αισθήσεις του, ήταν σκοτάδι. Η Λουνιτάρι τρεμόφεγγε αδύναμα απλώνοντας ένα αχνό, άλικο φως. Σαν αίμα, σκέφτηκε ο Χούμα, αλλά έδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη. Αν η Λουνιτάρι βρισκόταν στη χάση, ποιο από τα υπόλοιπα φεγγάρια θα ήταν στη γέμιση; Ο Σολίναρι ήταν άφαντος. Αν ο Νουιτάρι ήταν όντως στη γέμιση, ο Χούμα δε θα το μάθαινε ποτέ. Κανείς δεν έβλεπε το σκοτεινό φεγγάρι – κανείς, εκτός από τους Μελανούς Χιτώνες, εκείνους τους μάγους που λάτρευαν το σκοτεινό θεό της Μαγείας. Το σκοτεινό φεγγάρι ήταν αόρατο για τους κοινούς θνητούς – και ίσως και για εκείνους που ακολουθούσαν το δρόμο της λευκής και της κόκκινης μαγείας επίσης.

Καθώς επανέρχονταν οι αισθήσεις του, άρχισε να αντιλαμβάνεται καλύτερα το περιβάλλον του. Το άλογο κειτόταν από κάτω του με το λαιμό σπασμένο από την πτώση. Η χοντρή επένδυση της πανοπλίας του μαζί με τον όγκο του αλόγου τον είχαν γλιτώσει από το θάνατο.

Προσπάθησε να σηκωθεί και παραλίγο να λιποθυμήσει. Τα γεμίσματα δε στάθηκαν αρκετά για να τον γλιτώσουν από τη διάσειση. Ενώ περίμενε να συνέλθει εντελώς το κεφάλι του, κοίταξε γύρω του.

Τον καιρό που έβρεχε συχνότερα, εκείνο εκεί θα πρέπει να ήταν ποτάμι. Το βάθος του, τουλάχιστον τέσσερις φορές το μπόι του Χούμα, ήταν παραπάνω από αρκετό για να σκοτώσει ένα αφηνιασμένο άλογο, ακόμη κι ένα δυνατό πολεμικό κέλητα.

Η απέναντι όχθη βρισκόταν κάμποσο μακριά. Κρίνοντας από την ασθενική βλάστηση που δύσκολα περιέγραφες σαν φυτά, ο Χούμα υποπτεύτηκε ότι το ποτάμι είχε στερέψει πολλά χρόνια πριν, πιθανόν κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου, τότε που η δρακοβασίλισσα προσπαθούσε να κερδίσει μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη ενάντια στους πιστούς του Πάλανταϊν.

Ο Χούμα τόλμησε να προσπαθήσει ξανά να σταθεί όρθιος. Διαπίστωσε ότι αν δεν έσκυβε απότομα και αν δεν κοίταζε κάτω τόσο απότομα, το σφυροκόπημα του κεφαλιού του γινόταν μια απλή ενόχληση. Έχοντας αυτό στο μυαλό του, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του.

«Θεοί.» Η λέξη ήρθε απρόσκλητη, γιατί μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσε ότι ήταν μόνος σε εχθρική περιοχή. Οι υπόλοιποι πρέπει να τον θεωρούσαν νεκρό. Νεκρό ή δειλό που το είχε βάλει στα πόδια.

Σηκωνόταν μια ομίχλη που άπλωνε τα κρύα, πουπουλένια της δάχτυλα σε ολόκληρο το φαράγγι. Μπορούσε να περιμένει να περάσει η νύχτα και να πάρει το δρόμο του με το πρώτο φως –πράγμα που σήμαινε ότι θα έπεφτε πάνω σε μια καινούρια περίπολο των γκόμπλιν– ή μπορούσε να ταξιδεύει νύχτα, παρακαλώντας να είναι όμοια τυφλός με τον ίδιο όποιος καραδοκούσε στην πυκνή ομίχλη. Καμιά προοπτική δεν τον ενθουσίαζε, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο.

Διαπίστωσε ότι ο πονοκέφαλός του είχε υποχωρήσει κάπως και έτσι μπορούσε να ψάξει το έδαφος για το σπαθί του. Ήταν εκεί κοντά, άθικτο. Το σακίδιό του ήταν άλλο πρόβλημα. Ένα μέρος του ήταν θαμμένο κάτω από το άλογο και, μολονότι ήταν δυνατός, η θέση του αλόγου ήταν τέτοια που του ήταν αδύνατο είτε να το ανασηκώσει είτε να το κυλήσει στο πλάι. Έπρεπε να αρκεστεί σε λίγες μερίδες φαγητού, ένα κουτί με ίσκα και τσακμακόπετρα και μερικά προσωπικά του αντικείμενα, ό,τι μπόρεσε να βγάλει από την ελεύθερη πλευρά του σάκου.

Δεν του άρεσε η ιδέα να ταξιδεύει νύχτα, αλλά το να ταξιδεύει μόνος μέρα μεσημέρι τού άρεσε ακόμη λιγότερο. Μάζεψε τα πράγματά του και με το σπαθί στο χέρι άρχισε να ανεβαίνει την όχθη του ποταμού. Πιο ψηλά η ομίχλη θα ήταν αραιότερη και, από στρατηγική άποψη, το ψηλό έδαφος ήταν πλεονεκτικότερο. Έτσι έλπιζε τουλάχιστον.

Η ομίχλη δε χειροτέρεψε, ούτε καλυτέρεψε όμως. Ο Χούμα διέκρινε τα περισσότερα άστρα, αλλά στη γη έβλεπε κάπου στα τρία μέτρα κι έβαζε τα δυνατά του για να διακρίνει κάποιες λεπτομέρειες μέσα στην ασθενική προσπάθεια του φεγγαριού να φωτίσει το σαβανωμένο τόπο. Στο αριστερό του χέρι είχε έτοιμο το σπαθί του. Ασπίδα δεν είχε. Θα πρέπει να την έχασε κατά τον άγριο καλπασμό του αλόγου του.