Выбрать главу

Παρά το απαλό φως της φωτιάς, ο Χούμα δεν είχε αυταπάτες σχετικά με τις πιθανότητές του να του ορμήσει στα κρυφά. Το έδαφος μπροστά του δεν του παρείχε καμία κάλυψη και το τρεμουλιάρικο γκόμπλιν γύριζε μια αποδώ και μια αποκεί. Στις χούφτες του ο Χούμα είδε να κρατάει κάτι που έμοιαζε με φονικό τσεκούρι με μακριά λαβή.

Ακούμπησε το ελεύθερο χέρι του πάνω σε κάτι επίπεδες πέτρες και στο θολωμένο του μυαλό άρχισε να σχηματίζεται αμυδρά ένα σχέδιο. Έπιασε μια χούφτα πέτρες και τόλμησε να σταθεί στα τέσσερα. Με μια γοργή προσευχή στον Πάλανταϊν, τις πέταξε στην αντίπερα άκρη του καταυλισμού, μακριά από τον αιχμάλωτο.

Προς μεγάλη του ανακούφιση, ο φρουρός αντέδρασε όπως περίμενε. Καθώς το γκόμπλιν έτρεχε να δει τι συνέβαινε, ο Χούμα άρπαξε άλλη μια χούφτα πέτρες, σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε αθόρυβα κατά την πλάτη του αιχμαλώτου. Φτάνοντας στη μέση της απόστασης, πέταξε και τη δεύτερη χούφτα πέτρες, αφού βεβαιώθηκε ότι αυτή τη φορά θα πήγαιναν ακόμη πιο μακριά. Με την καρδιά του να χοροπηδάει στο στήθος του, κάλυψε την υπόλοιπη απόσταση.

Όποιος κι αν ήταν ο αιχμάλωτος, ήταν τεράστιος. Τεράστιος και δύσοσμος. Στην πραγματικότητα η περικεφαλαία φαινόταν σαν κάλυμμα κεφαλής, μόνο που ο Χούμα δεν την εξέτασε αρκετά προσεκτικά για να σιγουρευτεί.

«Μην κουνηθείς καθόλου» ψιθύρισε ο Χούμα.

Ένιωσε το κορμί να σφίγγεται, αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Από το σημείο που στεκόταν, ο Χούμα είδε ότι, ενώ τα χέρια του ήταν αλυσοδεμένα, τα πόδια του ήταν δεμένα με σκοινί. Έφερε το χέρι του στη ζώνη και τράβηξε ένα εγχειρίδιο τη στιγμή που τα γκόμπλιν έβγαζαν όλα μαζί μια φωνή. Είχαν ανακαλύψει το σύντροφό τους.

«Κόψε τα δεσμά σου και τρέχα! Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σου δώσω χρόνο!» την ίδια στιγμή που το έλεγε απόρησε με την τόλμη ή την ανοησία του – δεν ήξερε τι από τα δυο. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι, ως ιππότης, όφειλε να διακινδυνεύει τη ζωή του για τους άλλους.

Ο Χούμα ίσιωσε το κορμί του τη στιγμή που ο Σνι γυρνούσε βιαστικά για να δει τι φωνές ήταν αυτές. Στην αρχή το γκόμπλιν τον πήρε για κάποιο σύντροφό του, αλλά τον αναγνώρισε αμέσως και, σηκώνοντας το όπλο του, πήγε να δώσει μια άγρια τσεκουριά στο νεαρό ιππότη. Ο Χούμα την απέφυγε εύκολα και του τρύπησε το μπράτσο. Αυτό έφερε το γκόμπλιν στα συγκαλά του και άρχισε να φωνάζει για βοήθεια.

Οι επιθέσεις του γκόμπλιν δεν είχαν καμία τεχνική, μόνο κτηνώδη δύναμη. Ο Χούμα απέφευγε με ευκολία τις τσεκουριές, αλλά ήξερε ότι κάθε στιγμή καθυστέρησης θα του κόστιζε ακριβά. Άκουγε κιόλας τα υπόλοιπα γκόμπλιν που γυρνούσαν στον καταυλισμό με βαρύ βηματισμό.

Τότε το γκόμπλιν που φαινόταν για αρχηγός έβγαλε μια φωνή έκπληξης και φώναξε: «Ο ταύρος λύθηκε!»

Πραγματικά, κάτι είχε λυθεί και ο Χούμα αναρωτήθηκε ποιον ή τι είχε ελευθερώσει. Με μια άγρια, πρωτόγονη κραυγή, η σκιώδης μορφή προσπέρασε τον Χούμα. Το γκόμπλιν έριξε κατάπληκτο το τσεκούρι του με θόρυβο καταγής κι έπεσε αμέσως κάτω και το ίδιο.

Άοπλο και με τα χέρια αλυσοδεμένα, το γκόμπλιν δε θα κατάφερνε να επιβιώσει ενάντια στους αντιπάλους του. Καθώς όμως ο Χούμα γύρισε για να το βοηθήσει, το πρώτο που είδε ήταν μια άχαρη, γιγάντια μορφή που κυνηγούσε τα γκόμπλιν σαν τα μικρά παιδάκια. Ένα τους βρέθηκε πολύ κοντά του και τώρα συστρεφόταν ανήμπορο στον αέρα, πάνω από το κεφάλι του πρώην αιχμαλώτου. Τα άλλα δυο αποτραβιόνταν πίσω τρομαγμένα. Ο Χούμα κοντοστάθηκε. Ξαφνικά δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν ήταν σοφό εκ μέρους του να προχωρήσει κι άλλο.

Ο ελευθερωμένος αιχμάλωτος πέταξε το άμοιρο γκόμπλιν στους δυο πλησιέστερους συντρόφους του και γύρισε να φύγει. Τα δυο γκόμπλιν συγκρούστηκαν με φονική φόρα. Έπεσαν σε σωρό κι απόμειναν ακίνητα.

Ο μοναδικός που επέζησε δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η ψηλή, μυώδης μορφή άπλωσε μπροστά και τα δυο χέρια και τύλιξε τη σιδερένια αλυσίδα του γύρω από το λαιμό του πανικόβλητου γκόμπλιν. Με ένα μονάχα τίναγμα που πρόδιδε τη δύναμη των τρομερών του μπράτσων, η αλυσίδα τσάκισε το λαιμό του πλάσματος διπλώνοντάς του το κεφάλι προς τα πίσω. Το άψυχο κορμί σωριάστηκε στη γη σαν ένα σακί βρόμη.

Ο Χούμα σταμάτησε κάπου επτά μέτρα από τον αιχμάλωτο που είχε λευτερώσει. Ό,τι κι αν ήταν, τον περνούσε τουλάχιστον τριάντα πόντους –και ο Χούμα δεν ήταν κανένας μικροκαμωμένος– και ήταν δυο φορές φαρδύτερος. Τα μπράτσα του ήταν χοντρά σαν τους μηρούς του Χούμα και τα πόδια του έλεγες πως μπορούσαν να τρέξουν τριάντα χιλιόμετρα χωρίς κανένα σημάδι κόπωσης.

Ο άλλος φάνηκε ικανοποιημένος που πήρε την εκδίκησή του, αλλά ίσιωσε το κορμί του και κοίταξε εξεταστικά τον ιππότη.