Выбрать главу

Η φωνή του ακούστηκε και πάλι βαθιά και βροντερή. «Σου είμαι ευγνώμων, Ιππότη της Σολάμνια. Σου χρωστάω τη ζωή μου, ένα χρέος που ποτέ δε θα μπορέσω να ξεπληρώσω, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ για να σ’ το ανταποδώσω, ακόμα κι αν μου πάρει ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μου.»

Ο Χούμα στεκόταν σε επιφυλακή, αλλά ένα μέρος της ανησυχίας του είχε εξαφανιστεί. «Δε μου χρωστάς τίποτα. Ο καθένας το ίδιο θα έκανε.»

Η ψηλή μορφή γέλασε δυσοίωνα. «Αλήθεια;» Γύρισε και κοίταξε τον ιππότη και, ακόμα και στο μισόφωτο, ήταν φανερό ότι ελευθερωμένος δεν ήταν ούτε άνθρωπος ούτε ξωτικό. Τα κέρατα ήταν μέρος του πλάσματος, όπως και η πυκνή, σκούρα γούνα που κάλυπτε τον κορμό του και το μεγαλύτερο μέρος της πλάτης του. Και, για να το θέσουμε ωμά όπως τα γκόμπλιν, έμοιαζε με ταύρο με κορμί ανθρώπου.

Ένας μινώταυρος.

Ο μινώταυρος έκανε μερικά αργά βήματα προς τον Χούμα, σαν να ήθελε να του δείξει ότι δεν ήθελε το κακό του. Αν και η εκπαίδευση του Χούμα του φώναζε ότι αυτός εδώ ήταν εχθρός –και από τους χειρότερους μάλιστα– η φυσική του περιέργεια είχε γοητευτεί από αυτό το πλάσμα. Η πατρίδα του όντος ήταν πολύ μακριά, στην ανατολική ακτή του Άνσαλον. Πάντως η περιέργεια δεν εμπόδισε τον ιππότη να σηκώσει το σπαθί του παίρνοντας μια πιο αμυντική στάση.

Το κεφάλι του πλάσματος φαινόταν υπερβολικά μεγάλο, ακόμη και για το πελώριο κορμί ενός μινώταυρου. Σκούρα, πυκνή γούνα κάλυπτε το πάνω μέρος του και τη μισή του πλάτη κι ένα απαλό χνούδι τα υπόλοιπα. Τα μάτια του έμοιαζαν πολύ με αυτά ενός κανονικού ταύρου, εκτός από την ευφυΐα που κρυφόκαιγε μέσα στις ίριδές τους. Το ρύγχος του ήταν κοντό και φαρδύ, και τα δόντια που διακρίνονταν καθώς χαμογελούσε φαίνονταν καταλληλότερα για να ξεσκίζουν σάρκες παρά να κόβουν το πράσινο χορτάρι. Ο Χούμα θυμήθηκε μερικές από τις ιστορίες αυτής της φυλής κι έκανε άθελά του ένα βήμα πίσω.

Ο μινώταυρος σήκωσε τις μακριές, χοντρές του παλάμες και του έδειξε τις αλυσίδες που τις κρατούσαν δεμένες. Τα δάχτυλά ήταν πιο χοντρά και πιο στρογγυλά από του ανθρώπου και τέλειωναν σε νύχια κοφτερά, αλλά όχι γαμψά. Συγκρίνοντάς τους, οι παλάμες του Χούμα ήταν σαν χρονιάρικου μωρού.

«Αντίθετα με τα γκόμπλιν, που πρέπει να είναι εξαπλάσια από τους αντιπάλους τους για να αποφασίσουν να επιτεθούν, νομίζω ότι έχεις πλεονέκτημα απέναντι μου. Είμαι σίγουρος πως ξέρεις να το δουλεύεις αυτό το ωραίο σπαθί.»

«Ξέρω» κατάφερε να τραυλίσει ο Χούμα. «Τι έκανες εδώ; Γιατί σε έπιασαν τα γκόμπλιν; Πάντα άκουγα να λένε ότι οι μινώταυροι ήταν σύμμαχοι των ογκρ.»

Το άλικο φως του φεγγαριού χάρισε μια τρομακτική λάμψη στα μάτια του πρώην αιχμαλώτου. «Υπόδουλοι στρατιώτες θα ήταν καλύτερος όρος, Ιππότη της Σολάμνια. Δεν είμαστε παρά δούλοι των ξάδερφων μας. Κρατούν τη γη μας και ομήρους τις οικογένειες μας, αν και η λέξη που μεταχειρίζονται είναι προστασία. Γι’ αυτό κάνουμε ό,τι δεν μπορούν να κάνουν εκείνα. Μια μέρα όμως θα κυβερνήσουν οι μινώταυροι. Αυτή τη μέρα περιμένουμε.»

«Αυτό όμως δεν εξηγεί γιατί ήσουν αιχμάλωτος τούτων εδώ.» Ο νεαρός ιππότης προσπάθησε να δείξει όσο περισσότερη αυτοπεποίθηση μπορούσε. Δε θα χρειαζόταν να βάλει τα δυνατά του ο μινώταυρος για να του τσακίσει το σβέρκο. Το είχε ήδη δει να συμβαίνει.

Ο κτηνάνθρωπος άφησε τα αλυσοδεμένα χέρια του να πέσουν και ρουθούνισε. «Σκότωσα το ογκρ που ήταν αρχηγός μου, άνθρωπε. Γερό χτύπημα. Του άνοιξα το κρανίο με τη μία.»

Στη σκέψη ενός χτυπήματος εναντίον ανωτέρου, πόσο μάλλον της δολοφονίας του, ο ιππότης ένιωσε αποστροφή. Σήκωσε την προσωπίδα του και τόλμησε να ζυγώσει το μινώταυρο.

«Τον δολοφόνησες;»

«Συμπαθείς τα ογκρ; Χάρη σε μένα, καμιά ζωή δε θα χαθεί από το τσεκούρι του – και ήταν καλός σ’ αυτό. Αυτό του το αναγνωρίζω. Πολλοί πέθαναν από το τσεκούρι του, άνθρωπε, ακόμα και αδύναμοι, και ανήμποροι. Τον βρήκα πάνω από τα πτώματα ενός ηλικιωμένου αρσενικού και δυο παιδιών, ίσως εγγονιών του γέροντα ανθρώπου. Έκανα αυτό που έκρινα σωστό. Δεν υπάρχει καμιά τιμή στη σφαγή των γερόντων, των αδυνάτων ή των νεαρών, τουλάχιστον για τους δικούς μου. Όχι πως θα ανέχονταν την προδοσία μου. Το είχα φανταστεί πως θα ήταν το ίδιο και για τους Ιππότες της Σολάμνια. Βλέπω πως μπορεί να είχα καταλάβει λάθος.» Ο μινώταυρος σήκωσε άλλη μια φορά τους αλυσοδεμένους καρπούς του, κάνοντας τον Χούμα να τραβηχτεί γοργά κάμποσα βήματα. «Ή σκότωσέ με ή ελευθέρωσέ με από αυτές τις αλυσίδες. Δε με νοιάζει τι από τα δύο. Τα γκόμπλιν έχουν ρίξει υπνωτικό στο ελάχιστο φαγητό που μου έδωσαν. Η κούραση κοντεύει να με αποτελειώσει.»

Πραγματικά, ο μινώταυρος κατέρρεε. Ο Χούμα πήρε μια απόφαση, την απέρριψε, μετά πήρε άλλη, και τελικά επανήλθε στην πρώτη. Αλλά ούτε τότε κινήθηκε. Μπορούσε στ’ αλήθεια να πιστέψει τα λόγια της παράξενης αυτής μορφής που στεκόταν μπροστά του; Οι μινώταυροι υποτίθεται πως ήταν έντιμη ράτσα, αλλά λάτρευαν κακόβουλους θεούς. Αυτό του είχαν διδάξει από παλιά.