Выбрать главу

Κοίταξε γύρω της περιφρονητικά.

Μεγάλη ατιμία, σκέφθηκε, να μη μου αναφέρουν πως μόλις τώρα άρχιζαν.

Έσπρωξε το πιάτο μακριά της. Το γεγονός ότι το πρόγευμα ήταν καλομαγειρεμένο και σερβιρισμένο με εξαιρετικό γούστο, ότι ο καφές ήταν ανόθευτος και μοσχομύριζε και η μαρμελάδα ήταν σπιτική, την πείραξε ακόμη πιο πολύ. Της αφαιρούσε το δικαίωμα να παραπονεθεί, έχοντας μια “καλή πρόφαση”. Το κρεβάτι της επίσης ήταν μαλακό και αναπαυτικό, με κεντητά σεντόνια κι ένα απαλό, πουπουλένιο μαξιλάρι. Αλλά, αν στην κυρία Μπόυλ άρεσε η άνεση και η χλιδή, της άρεσε να βρίσκει και λάθη. Το τελευταίο μάλιστα ήταν το μεγαλύτερο πάθος της.

Σηκώθηκε με αμφιτρυωνική μεγαλοπρέπεια απ’ το κάθισμά της και βγήκε απ’ την τραπεζαρία. Στην πόρτα διασταυρώθηκε με εκείνον τον παράξενο νέο με τα κοκκινωπά μαλλιά. Η κυρία Μπόυλ πρόσεξε πως φορούσε καρό γραβάτα, μ’ ένα φρικαλέο πράσινο χρώμα – μια μάλλινη πλεχτή γραβάτα.

Κακόγουστος, τρομερά κακόγουστος, δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σκέψη.

Ο τρόπος πάλι που την κοίταξε λοξά με τα ξεθωριασμένα του μάτια, χωρίς να μετακινήσει το κεφάλι του – δεν της άρεσε καθόλου. Υπήρχε κάτι ανησυχητικό και ασυνήθιστο, σ’ αυτή την ελαφρώς κοροϊδευτική ματιά.

Ανισόρροπος, σκέφτηκε η κυρία Μπόυλ. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πνευματικά ανισόρροπος.

Έγνεψε με το κεφάλι στο νεαρό καθώς εκείνος έκανε μια επιδεικτική υπόκλιση και μετά προχώρησε προς το μεγάλο σαλόνι. Η ατμόσφαιρα εδώ μέσα ήταν χλιαρή και ευχάριστη. Μεγάλες άνετες πολυθρόνες, ειδικά εκείνη η μεγάλη με το τριανταφυλλί βελούδο. Καλά θα έκανε να τους δώσει να καταλάβουν πως αυτή θα ήταν η πολυθρόνα της. Άφησε το πλεκτό της πάνω στην πολυθρόνα προληπτικά και προχώρησε προς το καλοριφέρ. Όπως είχε υποπτευθεί δεν έκαιγε. Ήταν μονάχα χλιαρό… Τα μάτια της κυρίας Μπόυλ έλαμψαν θριαμβευτικά. Θα είχε κάτι να παρατηρήσει τώρα!

Έριξε μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο. Άσχημος καιρός, απαίσιος. Λοιπόν, το είχε αποφασίσει, δεν επρόκειτο να μείνει εδώ για πολλές μέρες, εκτός βέβαια αν ερχόταν περισσότερος κόσμος και έκανε το μέρος διασκεδαστικό.

Λίγο χιόνι γλίστρησε απ’ τη στέγη και χτύπησε το παραθυρόφυλλο.

Η κυρία Μπόυλ τινάχθηκε.

—Όχι, είπε δυνατά, σα να την είχαν ρωτήσει. Δεν θα μείνω εδώ πολύ.

Κάποιος γέλασε πίσω της, ένα πνιχτό νευρικό κακάρισμα. Γύρισε απότομα το κεφάλι της. Ο νεαρός αρχιτέκτονας στεκόταν ακουμπισμένος στον παραστάτη της πόρτας και την κοιτούσε με εκείνα τα γελαστά, ειρωνικά του μάτια.

—Όχι, είπε. Δεν νομίζω ότι θα μείνετε…

Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ βοηθούσε τον Τζάιλς, που φτυάριζε το χιόνι απ’ την πίσω πόρτα. Δούλευε με μεγάλο κέφι, φτυαρίζοντας χωρίς ανάσα κι ο Τζάιλς του ήταν ευγνώμων.

—Καλή άσκηση, είπε ο ταγματάρχης. Πρέπει να εξασκούμαι κάθε μέρα. Για να διατηρούμαι πάντα σε φόρμα, πρόσθεσε.

Ώστε ο ταγματάρχης είχε μανία με τη γυμναστική. Ο Τζάιλς το είχε διαπιστώσει. Ταίριαζε με την απαίτησή του να σερβιριστεί το πρωινό του στις επτάμιση το πρωί.

Ο ταγματάρχης σα να κατάλαβε τη σκέψη του Τζάιλς και είπε:

—Πολύ ευγενικό εκ μέρους της κυρίας σας να μου ετοιμάσει το πρωινό μου νωρίς. Μου έδωσε μάλιστα κι ένα φρεσκότατο αυγό.

Ο Τζάιλς είχε σηκωθεί λίγο πριν τις επτά, γιατί ήτανε υποχρεωμένος να σηκωθεί, για τις ανάγκες του ξενώνα. Είχαν βράσει αυγά με τη Μόλλυ και είχαν πάρει το δίσκο τους με το τσάι να το πιουν συζητώντας ήσυχα στο σαλονάκι. Όλα ήσαν καθαρά και λαμποκοπούσαν. Ο Τζάιλς σκέφθηκε πως αν τύχαινε να είναι νοικάρης στη δική του πανσιόν, τίποτα δεν θα τον σήκωνε απ’ το κρεβάτι του, ένα τέτοιο πρωινό.