Выбрать главу

Ο ταγματάρχης όμως είχε σηκωθεί και είχε προγευματίσει με μεγάλη όρεξη και τριγύριζε μέσα στο σπίτι, γεμάτος ενέργεια που προσπαθούσε να βρει κάπου διέξοδο.

Ο Τζάιλς σκέφθηκε πως υπήρχε αρκετό χιόνι για φτυάρισμα κι έριξε μια κλεφτή ματιά στον ταγματάρχη. Δεν ήταν εύκολο να τον ψυχολογήσει. Ήταν ένας σκληραγωγημένος άνδρας, μεσήλικας με κάπως επιφυλακτικό βλέμμα. Ένας άνθρωπος που δεν φανέρωνε τίποτα. Ο Τζάιλς αναρωτήθηκε τι τον είχε φέρει στο Μόνκσγουελ Μάνορ. Αποστρατευμένος, προφανώς, και χωρίς δουλειά.

Ο κύριος Παραβιτσίνι, κατέβηκε αργά. Ήπιε τον καφέ του κι έφαγε μια μικρή φρυγανιά, ένα λιτοδίαιτο ευρωπαϊκό πρόγευμα.

Έφερε μάλιστα σε τρομερά δύσκολη θέση την Μόλλυ, που μόλις τον σερβίρισε, τινάχθηκε επάνω, υποκλίθηκε με κάπως θεατρικό τρόπο και αναφώνησε:

—Η χαριτωμένη μου οικοδέσποινα; Εσείς δεν είσθε;

Η Μόλλυ παραδέχθηκε μάλλον στεγνά πως αυτή ήταν. Δεν είχε καθόλου όρεξη για κομπλιμέντα τέτοια ώρα.

—Μα, γιατί, είπε καθώς συσσώρευε τα σερβίτσια στο νεροχύτη, ο καθένας πρέπει να προγευματίζει σε διαφορετική ώρα; Αυτό είναι τρομερά κουραστικό…

Τοποθέτησε βιαστικά τα πιάτα στα ράφια τους και ανέβηκε για να στρώσει τα κρεβάτια. Ήξερε πως δεν μπορούσε να περιμένει απ’ τον Τζάιλς καμιά βοήθεια αυτό το πρωινό. Είχε να σκάψει ένα μονοπάτι μέχρι τον καυστήρα και το κοτέτσι.

Η Μόλλυ έκανε τα κρεβάτια σα σίφουνας και υιοθετώντας τον πιο πρόχειρο τρόπο, τα έστρωσε τραβώντας τα σεντόνια χωρίς να τα αερίσει προηγουμένως.

Είχε αρχίσει να καθαρίζει τα μπάνια όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

Στην αρχή γκρίνιασε που τη σταματούσε πάνω στη δουλειά της, αλλά μετά ανακουφίστηκε από τη σκέψη ότι βρισκόταν ακόμα σε λειτουργία και κατέβηκε τρέχοντας να το πιάσει.

Έφθασε στη βιβλιοθήκη, μ’ ένα μικρό λαχάνιασμα και το σήκωσε.

—Εμπρός…

Μια εγκάρδια φωνή μ’ ένα ελαφρό, αλλά ευχάριστο επαρχιακό τόνο, ρώτησε;

—Πανσιόν, Μόνκσγουελ Μάνορ;

—Μάλιστα.

—Μπορώ να μιλήσω στον πλωτάρχη Νταίηβις, παρακαλώ;

—Φοβάμαι πως δεν μπορεί να έρθει στο τηλέφωνο αυτή τη στιγμή, απάντησε η Μόλλυ. Εδώ η κυρία Νταίηβις. Ποιος στο τηλέφωνο, παρακαλώ;

—Υπαστυνόμος Χόγκμπεν από το αστυνομικό τμήμα του Μπερκσάιρ.

Η Μόλλυ ένοιωσε ένα μικρό ξάφνιασμα.

—Άστυ… ναι… μάλιστα, έκανε έκπληκτη.

—Ακούστε, κυρία Νταίηβις, είπε ο αστυνόμος, υπάρχει κάποιο σημαντικό ζήτημα. Δεν θα ήθελα να σας εξηγήσω από τηλεφώνου, αλλά σας έχω στείλει έναν αστυνομικό, τον αρχιφύλακα Τρόττερ και θα βρίσκεται εκεί από στιγμή σε στιγμή.

—Μα, δεν θα μπορέσει να έρθει. Έχουμε αποκλεισθεί τελείως. Οι δρόμοι είναι κλεισμένοι απ’ το χιόνι.

Η φωνή του αστυνόμου όταν απαντούσε, ήταν γεμάτη αυτοπεποίθηση.

—Ο Τρόττερ θα έρθει, μη σας νοιάζει. Και σας παρακαλώ, κυρία Νταίηβις, πέστε στο σύζυγό σας πως πρέπει ν’ ακούσει προσεκτικά τον αστυνόμο Τρόττερ και να ακολουθήσει τις οδηγίες του κατά γράμμα. Αυτό ήθελα να σας πω.

—Αλλά, κύριε υπαστυνόμε, τι…

Η Μόλλυ άκουσε το κλικ, καθώς έκλεινε η γραμμή. Ο αστυνόμος είπε καθαρά ότι είχε να πει και κατέβασε το ακουστικό. Η Μόλλυ ανοιγόκλεισε μια δυο φορές νευρικά το τηλέφωνο, κι έπειτα το κατέβασε κι εκείνη.

Στράφηκε όταν η πόρτα άνοιξε πίσω της.

—Ω, Τζάιλς, αγάπη μου, εδώ είσαι;

Ο Τζάιλς είχε χιόνια στα μαλλιά του και μπόλικη καρβουνόσκονη στο πρόσωπό του. Έδειχνε αναψοκοκκινισμένος.

—Τι είναι, γλυκειά μου; Γέμισα κάρβουνο τους κουβάδες κι έφερα μέσα ξύλα. Θα τακτοποιήσω μετά τις κότες και μετά θα ρίξω μια ματιά στο λέβητα. Φτάνουν αυτά για σήμερα; Μα, τι συμβαίνει Μόλλυ; Φαίνεσαι τρομαγμένη…

—Τζάιλς, είπε η Μόλλυ ξέπνοα, ήταν η αστυνομία! Μόλις μου τηλεφώνησαν!

—Η αστυνομία; έκανε ο Τζάιλς έκπληκτος.

—Ναι, στέλνουν έναν επιθεωρητή ή κάτι τέτοιο…

—Μα γιατί; Τι κάναμε;

—Δεν ξέρω. Νομίζεις πως μπορεί να είναι για εκείνο το ιρλανδέζικο βούτυρο που πήραμε στη μαύρη αγορά;

Ο Τζάιλς έμεινε σκεπτικός για λίγο, σμίγοντας τα φρύδια του.

—Μήπως είναι για το ραδιόφωνο; Θυμήθηκα να πάρω την άδεια, έτσι δεν είναι;

—Ναι, βρίσκεται μέσα στο συρτάρι του γραφείου. Ξέρεις, Τζάιλς, η κυρά-Μπίντλοκ μου έδωσε πέντε απ’ τα κουπόνια της για κείνο το παλιό τουΐντ παλτό μου που της πούλησα. Φαντάζομαι πως αυτό δεν είναι και τόσο νόμιμο, αλλά, στο κάτω της γραφής, είναι τίμια συναλλαγή, νομίζω. Αφού μου λείπει το παλτό, γιατί να μην πάρω τα κουπόνια; Μα, Τζάιλς, τι άλλο μπορεί να έχουμε κάνει;