Выбрать главу

—Τις προάλλες τράκαρα λιγάκι με το αυτοκίνητο, είπε ο Τζάιλς. Αλλά το λάθος δεν ήταν δικό μου. Ήταν σίγουρο φταίξιμο του άλλου οδηγού.

—Πάντως, δεν μου το βγάζεις από το μυαλό, κάτι πρέπει να έχουμε κάνει, κλαψούρισε η Μόλλυ.

—Το κακό είναι, είπε ο Τζάιλς μουτρωμένα, που σχεδόν οτιδήποτε κάνει κανείς σήμερα είναι παράνομο. Γι’ αυτό νιώθουμε πάντα ένα αίσθημα ενοχής. Να δεις που έχει κάποια σχέση με την επιχείρησή μας. Η λειτουργία μιας πανσιόν θα έχει διάφορα μπλεξίματα και διαδικασίες που δε θα μπορούσαμε να είχαμε φανταστεί.

—Νόμιζα ότι το ποτό ήταν το μόνο πράγμα που πείραζε, παρατήρησε η Μόλλυ. Δεν έχουμε δώσει σε κανέναν να πιει. Επομένως, γιατί να μη μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε στο σπιτικό μας;

—Έτσι είναι, έχεις δίκιο είπε συμβιβαστικά ο Τζάιλς, αλλά, τα πάντα είναι λίγο-πολύ απαγορευμένα στις μέρες μας!

—Ω, Τζάιλς, αναστέναξε η Μόλλυ, μακάρι να μην είχαμε ποτέ αρχίσει αυτή τη δουλειά. Όπως δείχνουν τα πράγματα, θα είμαστε για μέρες αποκλεισμένοι εδώ μέσα και όλοι τους θα είναι μουτρωμένοι, σα να φταίμε εμείς για τη χιονοθύελλα, ξέχωρα που θα μας φάνε κι από πάνω όλες μας τις κονσέρβες…

—Έλα ησύχασε, γλυκειά μου, είπε ο Τζάιλς. Μας παρουσιάσθηκε μια αναποδιά, άλλα δεν είναι τίποτα. Θα περάσει…

Τη φίλησε, μάλλον αφηρημένα, στο μέτωπο και ύστερα τραβώντας την μακριά του την κοίταξε στα μάτια και είπε:

—Ξέρεις, Μόλλυ, όσο το σκέφτομαι τόσο περισσότερο πιστεύω, πως για να στείλουν έναν αστυνομικό εδώ πάνω, με τέτοιο καιρό, θα πρέπει να συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό.

Έδειξε με το χέρι του έξω απ’ το παράθυρο και πρόσθεσε:

—Θα πρέπει να είναι κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή!

Καθώς κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, άνοιξε η πόρτα και μπήκε η κυρία Μπόυλ.

—Α, εδώ είσαστε, κυρία Νταίηβις, είπε. Ξέρετε ότι το σώμα του καλοριφέρ στο σαλόνι είναι εντελώς παγωμένο;

—Λυπάμαι, κυρία Μπόυλ, είπε η Μόλλυ, αλλά, ξέρετε, έχουμε έλλειψη από κάρβουνο κι επειδή…

Η κυρία Μπόυλ δεν την άφησε να συνεχίσει.

—Πληρώνω επτά λίρες τη βδομάδα, έκανε με τσιριχτή φωνή, επτά ολόκληρες λίρες και δεν εννοώ να παγώσω.

Ο Τζάιλς ένιωσε το θυμό να φουντώνει μέσα του. Προσπάθησε όμως να συγκρατηθεί και είπε αποφασιστικά καθώς γύριζε προς την πόρτα:

—Θα τακτοποιήσω το ζήτημα αμέσως, κυρία. Θα πάω να το δυναμώσω.

Βγήκε απ’ το δωμάτιο και άφησε μόνες τις δυο γυναίκες. Η κυρία Μπόυλ στράφηκε αμέσως στη Μόλλυ.

—Αν δεν σας πειράζει, κυρία Νταίηβις, έκανε σ’ ένα τόνο κάπως εμπιστευτικό, παρατήρησα πως εκείνος ο νέος που τριγυρίζει εδώ μέσα, είναι κάπως ασυνήθιστος, θέλω να πω. Κατ’ αρχήν οι τρόποι του είναι αλλόκοτοι, οι γραβάτες του το ίδιο, τα… Αλήθεια, κάθε πότε, λέτε, να χτενίζεται;

—Είναι ένας πραγματικά ευφυέστατος αρχιτέκτονας, είπε η Μόλλυ.

—Αλήθεια;… Τι μου λέτε!

—Μάλιστα. Ο κύριος Κρίστοφερ Ρεν είναι ένας αρχιτέκτονας και…

—Αγαπητή μου κοπέλα, πετάχτηκε η κυρία Μπόυλ, ασφαλώς και ξέρω ποιος είναι ο σερ Κρίστοφερ Ρεν. Και βεβαίως, ήταν αρχιτέκτων. Έχτισε μάλιστα τον Άγιο Παύλο. Εσείς οι νέοι, νομίζετε πως η μόρφωση επιτυγχάνεται αποκλειστικά και μόνο με τις σπουδές.

—Εγώ σας μιλάω γι’ αυτόν τον κύριο Ρεν. Το όνομά του είναι πραγματικά Κρίστοφερ. Οι γονείς του τον ονόμασαν έτσι, γιατί έλπιζαν ότι θα γίνει μια μέρα αρχιτέκτων. Και είναι… δηλαδή είναι σχεδόν… κι έτσι, μπορώ να πω, πραγματοποιήθηκε η ευχή τους.

—Χουφ, έκανε η κυρία Μπόυλ. Κάπως τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, μου φαίνεται όλη αυτή η ιστορία. Εγώ πάντως αν ήμουν στη θέση σας, θα ζητούσα πληροφορίες γι’ αυτόν. Τι άλλο ξέρετε γι’ αυτόν;

—Όσα ξέρω και για σας κυρία Μπόυλ, είπε η Μόλλυ επιθετικά. Δηλαδή ότι και σεις όπως κι αυτός πληρώνετε επτά λίρες τη βδομάδα για τη διαμονή σας. Αυτό είναι όλο που χρειάζεται να ξέρω, έτσι δεν είναι; Αυτό με αφορά. Δε μου πέφτει λόγος αν μ’ αρέσουν οι νοικάρηδές μου…

Κοίταξε την κυρία Μπόυλ κατάματα και πρόσθεσε:

—…ή όχι!

Η κυρία Μπόυλ κοκκίνισε απ’ το θυμό της.

—Είστε νέα και άπειρη, και πρέπει να νιώθετε ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που σας δίνουν μια συμβουλή, ιδίως όταν γνωρίζουν περισσότερα από σας. Κι αυτός ο περίεργος ξένος; Πότε έφτασε;

—Στο μέσο της νύχτας.

—Μάλιστα. Πολύ παράξενο αυτό. Μη μου πείτε πως είναι μια συνηθισμένη ώρα, ε;

—Να διώξω έναν άνθρωπο που έρχεται και μου χτυπάει την πόρτα, μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα, ενώ έξω χαλάει ο κόσμος; Το απαγορεύει ο νόμος, κυρία Μπόυλ.

Και πρόσθεσε γλυκά:

—Ίσως να μην το έχετε υπ’ όψη σας αυτό.

—Αυτό που έχω να πω εγώ είναι πως αυτός ο Παραβιτσίνι ή όπως αλλιώς αποκαλείται…

—Προσέξτε, προσέξτε, αγαπητή μου κυρία. Μιλώντας για το διάβολο μπορεί…